Η απόδοση Συντάγματος ήταν πάγιο αίτημα των Ελλήνων από την αρχή της επιβολής μοναρχικού πολιτεύματος. Έχοντας ήδη εμπειρία από τα επαναστατικά συντάγματα στην Επίδαυρο και στο Άστρος, η διατήρηση της απόλυτης ελέω Θεού βαυαρικής μοναρχίας, αν και έγινε δεκτή ως αναγκαίο κακό, δεν μπόρεσε να γίνει ανεκτή για πολύ. Στρατός και πολιτικός κόσμος έβραζαν.
Με την Αντιβασιλεία αρχικά και τον Όθωνα στη συνέχεια να έχουν απορρίψει το αίτημα για Σύνταγμα αρκετές φορές, επιφανείς άνδρες αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Ο Μακρυγιάννης, ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Ανδρέας Λόντος, ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, ο Μιχαήλ Σούτσος και ο Ρήγας Παλαμήδης συγκρότησαν πυρήνα και ήρθαν σε επαφή με πολλούς πολιτικούς και ανωτάτους αξιωματικούς για να έχουν την στήριξη του στρατού. Η ημερομηνία του κινήματος ορίστηκε αρχικά για τις 25 Μαρτίου 1844, για να υπάρχει μια συμβολική αντιστοιχία με την Επανάσταση του 21, αλλά η αμετροέπεια του Μακρυγιάννη πρόδωσε το κίνημα στην αστυνομία και αποφασίστηκε να αναληφθεί γρηγορότερα δράση.
Τη νύχτα της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου 1843 (με το Παλαιό Ημερολόγιο), η αστυνομία άρχισε να κυκλώνει το σπίτι του Μακρυγιάννη και αποφασίστηκε άμεση επέμβαση. Ο Καλλέργης συγκέντρωσε τους άνδρες του και κινήθηκε κατά των Ανακτόρων. Γρήγορα, τμήματα της φρουράς των Αθηνών προσχώρησαν στο κίνημα και το ανάκτορο βρέθηκε κυκλωμένο από στρατιώτες και πυροβολικό που φώναζαν «Ζήτω το Σύνταγμα». Ο Όθωνας ξύπνησε και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε παρά να συναινέσει.
Η βασιλεία μετατράπηκε σε συνταγματική κυριολεκτικά σε μία νύχτα, χωρίς πυροβολισμούς και θύματα. Το επόμενο έτος ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα (1844) και η πλατεία εμπρός από τα ανάκτορα νομάστηκε «Πλατεία 3ης Σεπτεμβρίου 1843» ή απλά πλατεία Συντάγματος.