Οι θάλασσες του κόσμου θα ήταν η βάση τους –κυριολεκτικά. Στρατηγικά ακροβολισμένες πλωτές βάσεις και νησιά θα ήταν τα προκεχωρημένα ορμητήρια της Seaplane Strike Force του αμερικανικού Ναυτικού. Από εκεί, υπερηχητικά υδροπλάνα (!) υπό την προστασία μαχητικών υδροπλάνων θα εξαπέλυαν συντριπτικά πλήγματα με πυρηνικά στον αντίπαλο επιχειρώντας 2.000 μίλια και περισσότερο μακριά από τις βάσεις τους. Δείχνει εξωπραγματικό, όμως την δεκαετία του ’50 τίποτα δεν έδειχνε απίθανο.
Τα αεριωθούμενα υδροπλάνα που οραματιζόταν το Ναυτικό θα ήταν η επιτομή της κινητικότητας στον θαλάσσιο πόλεμο. Ικανό να μεταφέρει νάρκες και πυρηνικά όπλα με ταχύτητα 600 μιλίων/ώρα, το επαναστατικό για την εποχή του P6M SeaMaster της Martin ήταν η απάντηση στο αεροπλανοφόρο.
Επιχειρώντας σε μικρές μονάδες εντός ακτίνας δράσης για την προσβολή του εχθρού αλλά αρκετά μακριά ώστε να μην αιφνιδιάζονται, τα υδροπλάνα θα πετούσαν αποστολές από μια βάση και θα προσθαλασσώνονταν χιλιάδες μίλια μακρύτερα, σε κάποια άλλη. Ο ανεφοδιασμός τους θα γινόταν στην μέση του πουθενά από κάποιο υποβρύχιο ενώ η συντήρηση και ο επανεξοπλισμός τους θα γινόταν σε πλοία υποστήριξης υδροπλάνων (Seaplane Tenders) είτε σε ειδικά τροποποιημένα LSD (Landing Ship Dock) του Ναυτικού. Μάλιστα είχαν προταθεί σχέδια πλωτών βάσεων υποστήριξης διάταξης καταμαράν, με το εσωτερικό να λειτουργεί ως «υπόστεγο» (wet hangar) για την συντήρηση των SeaMasters.
Το «απόλυτο ανθυποβρυχιακό αεροπλάνο» του Ναυτικού όμως είχε ένα μειονέκτημα: το σχέδιο παραήταν φιλόδοξο και προχωρημένο. Οι πτητικές δοκιμές του πρωτοτύπου XP6M-1 κατέδειξαν διάφορα προβλήματα, με κυριότερα τις φθορές που προκαλούσε στην άτρακτο η μετάκαυση των δύο εσωτερικών κινητήρων κατά την αποθαλάσσωση, τις ανεξήγητες δονήσεις και τις βλάβες του οπίσθιου πυργίσκου και της εσωτερικής περιστροφικής αποθήκης βομβών.
Τον Δεκέμβριο του 1955, ένα μικτό πλήρωμα της Martin και του Ναυτικού αποθαλασσώθηκε για μια δοκιμαστική πτήση ρουτίνας. Κατεβαίνοντας με πλήρη ισχύ από τα 8.700 πόδια, το αεροσκάφος ξαφνικά εξερράγη στον αέρα σκοτώνοντας το τετραμελές πλήρωμά του. Τα P6M-1 και P6M-2 που ακολούθησαν ενσωμάτωναν αρκετές τροποποιήσεις και βελτιώσεις και πληρώματα του Ναυτικού είχαν αρχίσει ήδη την μετάπτωση στον τύπο όταν στις 21 Αυγούστου 1959 το πρόγραμμα ακυρώθηκε, μόλις έξι μήνες πριν τα πρώτα αεροσκάφη ενταχθούν σε υπηρεσία.
Μετά από εννέα χρόνια προβληματικής ανάπτυξης, οι υπερβάσεις κόστους και οι εξελίξεις στην τεχνολογία έδωσαν την χαριστική βολή στο SeaMaster, την ώρα που το πρόγραμμα άρχισε να αποδίδει. Τα υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων Polaris θα έδιναν στο Ναυτικό την πυρηνική δύναμη αποτροπής που ήθελε. Παράλληλα, το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο USS Enterprise εντασσόταν σε υπηρεσία εφοδιασμένο με αεροσκάφη A3D Skywarrior και τα υπερηχητικά A3J Vigilante, αμφότερα με δυνατότητα πυρηνικής κρούσης.
Περισσότερα από 400 εκατ. δολάρια είχαν δαπανηθεί στο πρόγραμμα του στρατηγικού υδροπλάνου όταν η κυβέρνηση Αϊζενχαουερ αποφάσισε να κάνει περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό. Το Ναυτικό έπρεπε να διαλέξει μεταξύ ενός οπλικού συστήματος που χρειαζόταν ευάλωτους σε εχθρική επίθεση όσο και δαπανηρούς σταθμούς ανεφοδιασμού/υποστήριξης και των σύγχρονων βλημάτων Polaris. Επέλεξε τους δεύτερους.
Η απόφαση για την ματαίωση του προγράμματος της Martin παραμένει αμφιλεγόμενη μέχρι σήμερα. Το Ρ6Μ ήταν εξαιρετικά γρήγορο σε χαμηλό ύψος, ξεπερνώντας on the deck σχεδόν οτιδήποτε πετούσε εκείνη την εποχή, επισημαίνουν οι υποστηρικτές του concept. Μια Μοίρα δώδεκα SeaMaster μπορούσε να μεταφέρει μεγαλύτερη ισχύ πυρός απ’ ότι τα σχετικά μικρής εμβέλειας αεροσκάφη ενός αεροπλανοφόρου το οποίο γεμάτο αεροπλάνα, καύσιμα, όπλα και μερικές χιλιάδες άνδρες αποτελούσε –και αποτελεί– έναν πρώτης τάξεως στόχο.
Το παρολίγον υπερηχητικό Sea Dart
Ούτε το σχέδιο του υπερηχητικού μαχητικού υδροπλάνου προχώρησε. H Convair που είχε αναλάβει την πρόκληση, ανέπτυξε τρία αεροσκάφη δοκιμών και τον Νοέμβριο του 1954 το Ναυτικό προγραμμάτισε μια επίδειξη ενώπιον επισήμων στο Σαν Ντιέγκο. Η επίδειξη, όπως απεδείχθη, ήταν πρόωρη και κατέληξε σε καταστροφή.
Το YF2Y-l με τον βετεράνο δοκιμαστή πιλότο της εταιρίας Charles E. Richbourg στα χειριστήρια, πραγματοποίησε για τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Ναυτικού και του υπουργείο Άμυνας μια θεαματική αποθαλάσσωση και ανέσυρε αμέσως τα υδραυλικώς ενεργοποιούμενα υδροδυναμικά πέδιλα στην καρίνα του αεροσκάφους. Κατόπιν, πέταξε ανατολικά του Σαν Ντιέγκο και γύρισε για μια διέλευση προς δυσμάς.
Με το ταχύμετρο να δείχνει 500 κόμβους, ο χειριστής άναψε τους μετακαυστήρες καθώς το Sea Dart περνούσε πάνω από το Δημαρχείο της πόλης. Ξαφνικά το αεροσκάφος διαλύθηκε μέσα σε μια πύρινη σφαίρα. Το τζετ, ότι είχε απομείνει από αυτό, βούτηξε ανεστραμμένο στα νερά του San Diego Bay, κοντά στα σωστικά σκάφη που είχε αναπτύξει η Convair για την επίδειξη. Παρά την άμεση επέμβαση των βατραχανθρώπων, ο πιλότος ανασύρθηκε νεκρός από την πρόσκρουση στην επιφάνεια της θάλασσας…
Όλες οι δοκιμές του προγράμματος ανεστάλησαν προσωρινά μέχρι να ολοκληρώσει η επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Ναυτικού την διερεύνηση του ατυχήματος. Τον Δεκέμβριο βγήκε το πόρισμα: η συντριβή προκλήθηκε από σφάλμα χειριστού που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ταλαντώσεων κατά τον διαμήκη άξονα του αεροσκάφους και όχι εξαιτίας σχεδιαστικού λάθους.
Το Ναυτικό όμως είχε χάσει πια το ενδιαφέρον του. Ακόμη και με ισχυρότερους των J46 κινητήρες, το Sea Dart δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικά υπερηχητικό –το YF2Y-1 είχε σπάσει το φράγμα του ήχου τον Αύγουστο του ’54 αλλά σε ελαφρά βύθιση από τα 34.000 πόδια και όχι σε ευθεία πτήση. Τα προβλήματα των κινητήρων από την εισχώρηση θαλασσινού νερού συνεχίσθηκαν ενώ οι υπερβολικοί κραδασμοί που παρουσίαζαν τα hydro-ski κατέστη αδύνατο να διορθωθούν.
Τον Μάρτιο του 1954 το Ναυτικό ματαίωσε την παράδοση των έξι F2Y-1 παραγωγής (ήδη 10 αεροσκάφη είχαν ακυρωθεί τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους) και το πρόγραμμα περιορίσθηκε απλώς σε δοκιμές. Τον Δεκέμβριο του 1957 το πρόγραμμα τερματίσθηκε οριστικά και το Sea Dart πέρασε στην αεροπορική Ιστορία.
R3Y Tradewind: Το «Ιπτάμενο Αποβατικό»
Για να υποστηρίξει το concept εκτενών επιχειρήσεων στην θάλασσα, το αμερικανικό Ναυτικό ήθελε κάτι περισσότερο από πολλά πλοία. Ένα ταχύ μεταφορικό υδροπλάνο, με εντυπωσιακή εμβέλεια και ακόμη πιο εντυπωσιακές δυνατότητες μεταφοράς στρατιωτών και φορτίου οπουδήποτε, ικανό να ξεφορτώνει χωρίς βοήθεια άνδρες, εφόδια και βαρύ εξοπλισμό από το ρύγχος του, σαν αποβατικό! Ένα τέτοιο υδροπλάνο θα μπορούσε να παίξει ρόλο επιθετικής πλατφόρμας, μέσο διείσδυσης ανδρών των Ειδικών Επιχειρήσεων, αεροναυαγοσωστικό μεγάλης εμβέλειας, ο,τιδήποτε…
Αυτό θα ήταν το R3Y Tradewind της Convair, το ικανότερο και ταχύτερο τετρακινητήριο υδροπλάνο της εποχής και το πρώτο με κινητήρες turboprop και εξάφυλλες αντιπεριστρεφόμενες έλικες. Ιδανικό για την Δύναμη Κρούσης Υδροπλάνων που οραματιζόταν το Ναυτικό, τα Tradewind θα συνεπικουρούσαν τον ρόλο των υποβρυχίων-τάνκερ, των πλοίων αποβατικών επιχειρήσεων και των μεταγωγικών αεροπλάνων, επιτρέποντας στις ΗΠΑ να έχουν ισχυρές βάσεις οπουδήποτε με την ίδια ευκολία που ανέπτυσσαν Ομάδες Μάχης αεροπλανοφόρων.
Το τελευταίο των μεγάλων υδροπλάνων σχεδιάσθηκε ως ένα βαριά οπλισμένο αεροσκάφος με δέκα πυροβόλα (πέντε ζεύγη) των 20 χιλ. και δυνατότητα μεταφοράς βομβών, ναρκών, βομβών βάθους ή τορπιλλών, συνολικού βάρους 8.000 λιβρών. Κατασκευάσθηκαν δύο πρωτότυπα XP5Y-1, με το πρώτο (BuNo 121455) να εκτελεί την παρθενική του πτήση στο Σαν Ντιέγκο στις 18 Απριλίου 1950. Ωστόσο, μετά την συντριβή ενός εκ των πρωτοτύπων στις 15 Ιουλίου 1953 περίπου 10 χλμ ανοικτά του Point Loma, στην Καλιφόρνια, η οπλισμένη έκδοση ακυρώθηκε και η Convair εστίασε τις προσπάθειές της στην μεταφορική παραλλαγή του τύπου που ονομάσθηκε R3Y.
Το R3Y ήταν επίσης υψηλοπτέρυγο, διέθετε κλιματιζόμενη και συμπιεζόμενη καμπίνα με ηχομόνωση για τους επιβαίνοντες ενώ αντίθετα με τα πέντε R3Y-1 που διέθεταν υδροδυναμική πλώρη, στα αεροπλάνα της έκδοσης Ρ3Υ-2 το ρύγχος ανυψωνόταν για την φόρτωση/εκφόρτωση ανδρών και υλικού. Κάθε ένας από τους τέσσερεις turboprop T40-A-10 των 5.500 ίππων αποτελείτο από δύο μικρότερους κινητήρες τζετ Τ38, τοποθετημένους δίπλα-δίπλα, οι οποίοι μέσω κοινού κιβωτίου μετάδοσης κίνησης γύριζαν τις αντιπεριστρεφόμενες έλικες –ακόμη μια πρωτιά.
Στον ρόλο του μεταφορικού τo Tradewind ήταν απαράμιλλο: 108 στρατιώτες ή 92 φορεία σε διαμόρφωση medevac, 47.950 λίβρες φορτίου, καύσιμα, οχήματα ακόμη και ελκυστήρες πυροβολικού και οβιδοβόλα, μπορούσαν να αναπτυχθούν σχεδόν οπουδήποτε. Τα υδροπλάνα προσέγγιζαν την ακτή σαν αποβατικά, ανύψωναν το ρύγχος και έριχναν καταπέλτη, ξεφορτώνοντας κύματα Πεζοναυτών με τον εξοπλισμό τους. Οι ασκήσεις όμως κατέδειξαν το αδύνατο σημείο των ταχέων μεταφορικών υδροπλάνων για επιθετικές επιχειρήσεις.
Μπορεί σε οργανωμένες βάσεις υδροπλάνων η ειδικά σχεδιασμένη αυτοκινούμενη κλίνη να διευκόλυνε την είσοδο ή την έξοδό τους από το νερό, ωστόσο υπό επιχειρησιακές συνθήκες τα Tradewind δυσκολεύονταν να ελιχθούν μέχρι τον αιγιαλό αποβάσεως ενώ σε περίπτωση πολέμου θα ήταν ευάλωτα στα εχθρικά πυρά από την ακτή. Θεωρητικώς, ο τύπος είχε αυτό που χρειαζόταν το Ναυτικό για τον ανεφοδιασμό προκεχωρημένων κινητών θαλασσίων βάσεων με μια ισχυρή δύναμη υδροπλάνων. Αυτό που δεν είχε ήταν αξιόπιστους κινητήρες.
Οι turboprop Τ40 της Allison αποδείχθηκαν προβληματικοί από την αρχή. Αρκετά Tradewind πήραν φωτιά ή συνετρίβησαν εξαιτίας των κινητήρων τους και τελικά, παρά τις πιεστικές ανάγκες για ιπτάμενα τάνκερ και την πρόταση της Convair να τους αντικαταστήσει με πιο αξιόπιστους Rolls Royce, το αμερικανικό Ναυτικό αποφάσισε τον Απρίλιο του ’58 την απόσυρση των R3Y σε υπηρεσία και την ματαίωση της παραγωγής των υπολοίπων. Μέχρι τα τέλη του έτους όλα είχαν διαλυθεί για scrap.
Έκτοτε, το αεροπλανοφόρο και η Ομάδα Μάχης του παραμένουν ο βασικός πυλώνας της αμερικανικής ναυτικής ισχύος ενώ τα στρατηγικά υποβρύχια συμπληρώνουν την «πυρηνική τριάδα». Ωστόσο, τελευταία ακούγεται όλο και περισσότερο ο όρος «carrier killer». Μήπως ήλθε η ώρα νέα μέσα και όπλα να αμφισβητήσουν για μια ακόμη φορά την παντοδυναμία του αεροπλανοφόρου;
Αλέξανδρος Θεολόγου
Πρώτη δημοσίευση 25/9/2018