Οι ενωμένες δυνάμεις Ούγγρων και Βλάχων ηττώνται από τα οθωμανικά στρατεύματα στο Κοσσυφοπέδιο. Πρόκειται για τη δεύτερη και τελευταία φορά που η ιστορική εστία των Σέρβων έγινε σκηνικό συντριβής των χριστιανικών στρατευμάτων από τους Οθωμανούς.
Μετά την ήττα του στην μάχη της Βάρνας το 1444, ο αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, Ιωάννης Ουνιάδης, συγκέντρωσε νέο στρατό και πάσχισε να παρασύρει τους Οθωμανούς σε μάχη για να τους καταστρέψει. Έτσι οργάνωσε μια παμβαλκανική κι όχι μόνο σταυροφορία στην οποία θα έπαιρναν μέρος Ούγγροι, Γερμανοί και βαλκανικοί λαοί, που θα επαναστατούσαν κατά των Οθωμανών, εκβιάζοντας την αντίδραση τους.
Το Σεπτέμβριο του 1448 πέρασε το Δούναβη και στρατοπέδευσε εντός του σερβικού βασιλείου αναμένοντας την άφιξη των Γερμανών πριγκίπων, τη συνάθροιση του σερβικού στρατού και την άφιξη των Αλβανών και Βλάχων ηγετών, Γεωργίου Καστριώτη και Βλαδισλάβου του 2ου. Τελικά, μόνο ο τελευταίος τον συνάντησε με λίγες δυνάμεις. Οι δυνάμεις του Καστριώτη εμποδίστηκαν να σπεύσουν προς συνάντηση των Ούγγρων από τους Οθωμανούς και τους υποτελείς τους, μερικοί λένε και από τον δεσπότη της Σερβίας Ντούρατζ Μπράνκοβιτς. Θέλοντας να κάνει τον Μπράνκοβιτς να συνταχθεί μαζί του, ο Ουνιάδης έφτασε να λεηλατήσει τα εδάφη του αλλά ο τελευταίος απείχε από κάθε ενέργεια.
Με την αδράνεια των Γερμανών και την προδοσία των συντρόφων του, ο Ουνιάδης απέμεινε με 25-30 χιλιάδες άνδρες για να αντιμετωπίσει 40-60 χιλιάδες Οθωμανούς του Μεχμέτ του 2ου. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Ουγγρο-Βλάχοι κατόρθωσαν αρχικά να σαρώσουν το τουρκικό κέντρο, αλλά ανακόπηκαν μπροστά στο οχυρωμένο στρατόπεδο των αντιπάλων τους. Η άφιξη του οθωμανικού ελαφρού πεζικού και η ανασύνταξη των Τούρκων πλημμύρισαν το πεδίο, αποσαθρώνοντας την ουγγρική παράταξη και σκοτώνοντας τον ανθό της ουγγρικής αριστοκρατίας.
Ο Ουνιάδης διέφυγε αλλά συνελήφθη από τον Μπράνκοβιτς, που τον απελευθέρωσε παίρνοντας λύτρα και τις επαρχίες που του είχε υφαρπάξει. Μετά τη μάχη, οι Οθωμανοί κυριάρχησαν στα Βαλκάνια. Μόνο η Ουγγαρία και η Αλβανία συνέχισαν να αντιστέκονται, όσο τουλάχιστον οι Ουνιάδης και Καστριώτης ζούσαν.