Με τη φεουδαλική Ιαπωνία να έχει βυθιστεί σε εμφύλιο πόλεμο, οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές θα συναντηθούν στη σημερινή επαρχία Τζιφού, για την τελική αναμέτρηση.
Eίναι η περίοδος Σενγκόκου, 150 χρόνια διαρκούς πολέμου μεταξύ αρχόντων και πολεμάρχων στη μεσαιωνική Ιαπωνία. Την εποχή που αναφερόμαστε η χώρα περνούσε μια ακόμα δυναστική κρίση, με τον ηλικιωμένο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, τον “επανενωτή” της Ιαπωνίας στην τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα, να εκτελεί τον ανηψιό και διάδοχό του, με την κατηγορία της κατάχρησης και ανταρσίας. Έτσι η Ιαπωνία έμενε χωρίς εμφανή διάδοχο, κάνοντας τους άρχοντες να κινητοποιηθούν για την πολυπόθητη θέση του σογκούν.
Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου από πρωτότοκος ενός ήσσονος άρχοντα εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο φιλόδοξους, ικανούς και δυναμικούς ηγέτες της εποχής. Απέναντι του όμως βρέθηκε ο Ισίντα Μιτσουνάρι, που συνάσπισε όσους άρχοντες είχαν φοβηθεί την ισχύ του Ιεγιάσου.
Η μεγάλη μάχη μεταξύ των δύο έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1600, καθώς ο Ιεγιάσου βάδιζε να καταλάβει την πρωτεύουσα Κιότο, περνώντας από την διάβαση της Σεκιγκαχάρα. Εκεί η εμπροσθοφυλακή του συναντήθηκε με το κύριο σώμα του στρατού του Ισίντα. Οι δυνάμεις του Ιεγιάσου αιφνιδιάστηκαν αλλά κράτησαν τις θέσεις τους, μέχρι να φτάσει το κύριο τμήμα του στρατού. Η συγκέντρωση των δυνάμεων ήταν εντυπωσιακή για τα ιαπωνικά και όχι μόνον δεδομένα. Κάπου 83-84.000 στρατιώτες συγκέντρωσε ο Ιεγιάσου στην κοιλάδα της Σεκιγκαχάρα με τον Ισίντα να τον αναμένει με 88 και πλέον χιλιάδες πολεμιστές.
Αρχικά, η πυκνή ομίχλη που κάλυπτε την τοποθεσία εμπόδιζε και τους στρατηγούς και τους στρατιώτες να αντικρίσουν το μέγεθος των αντιπάλων τους και τη διάταξή τους. Την προηγούμενη νύχτα είχε πέσει δυνατή βροχή και το έδαφος είχε μετατραπεί σε παχιά λάσπη, ακατάλληλη για αιφνιδιαστικές επελάσεις ιππικού και κινήσεις βαρέως πεζικου, ένα μειονέκτημα που βάραινε εξίσου και τους δύο αντιπάλους. Μόλις ένας δυνατός αέρας φύσηξε και διέλυσε το πέπλο της ομίχλης, όλα ήταν έτοιμα.
Ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής του Ιεγιάσου, Φουκουσίμα Μασανόρι, επέλασε εμπλέκοντας τη δεξιά πτέρυγα του εχθρικού κέντρου. Η κίνηση των αλόγων στη λάσπη και το έδαφος τους δυσκόλεψε, αναγκάζοντας τον Ιεγιάσου να εξαπολύσει νέες επελάσεις σε διάφορα τμήματα της εχθρικής διάταξης για να υποστηρίξει τον Μασανόρι. Καθώς κάποια κενά στη διάταξη του Ισίντα άρχισαν να εμφανίζονται, αυτός διέταξε έναν διοικητή του να μετακινήσει τις δυνάμεις του για να κλείσει τα ρήγματα αλλά αυτός αρνήθηκε, οπότε η διάσπαση της γραμμής μεγάλωνε.
Σε μια σύγκρουση που οι αντίπαλοι ήταν σχεδόν ισοδύναμοι, ο Ιεγιάσου υπολόγιζε στην αποστασία κάποιων διοικητών του εχθρού, αλλά η αμφίρροπη πορεία της μάχης, τους έκανε διαστακτικούς. Την κομβική εκείνη ώρα, ο Ιεγιάσου άνοιξε πυρ εναντίον τους για να τους θυμίσει την υπόσχεσή τους. Η υγρασία που νότιζε το μπαρούτι στα αρκεβούζια των πυροβολητών και η μεγάλη απόσταση έκανε τα πυρά αναποτελεσματικά, αλλά έστειλε ένα σαφές μήνυμα. Τελικά, τρεις αντίπαλοι άρχοντες τάχθηκαν στο πλευρό του Ιεγιάσου και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του.
Έτσι ο Ιεγιάσου θα κατορθώσει να υπερισχύσει του Ισίντα Μιτσουνάρι, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Θα πάρει άλλα τρία χρόνια στον Ιεγιάσου να επικρατήσει, αλλά θα κατορθώσει τελικά να ανακηρυχθεί Σογκούν και οι απόγονοί του θα διατηρήσουν το Σογκουνάτο μέχρι το 1867, που αντικαταστάθηκε από τον μεταρρυθμιστή αυτοκράτορα Μεϊτζί.