Ο ελληνικός στρατός υπό τις διαταγές του Δημητρίου Υψηλάντη νικά τον τουρκικό στην τελευταία μάχη της ελληνικής επανάστασης του 1821. Με τους Ρώσους να πλησιάζουν απειλητικά τη Θράκη (μαινόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-1829), ο σουλτάνος συγκέντρωσε κάθε διαθέσιμο σώμα για να τους σταματήσει. Έτσι, ο Οθωμανός διοικητής Νοτίου Ελλάδος, Ασλάν μπέης, διατάχτηκε να κινηθεί αμέσως προς τα εκεί με όσα στρατεύματα μπορούσε να συγκεντρώσει.
Την εποχή εκείνη, η επανάσταση στην Ελλάδα φαινόταν πια χαμένη υπόθεση για τους Τούρκους. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου και η αποβίβαση γαλλικών στρατευμάτων στο Μωριά απομάκρυνε τον Ιμπραήμ και τον αιγυπτιακό στρατό, ενώ οι επαναστάτες που ήδη ήλεγχαν τα ορεινά της Πελοποννήσου, της Στερεάς και της Εύβοιας αναδιοργανώνονταν πλέον σε τακτικά τμήματα υπό τις εντολές του Δημητρίου Υψηλάντη, τον οποίο ο Καποδίστριας διόρισε αρχηγό του στρατού.
Ο Ασλάν μπέης ξεκίνησε με 7.000 άνδρες, πεζούς, ιππείς και πυροβολικό από την Αττική αλλά 3.000 Έλληνες, οργανωμένοι σε τέσσερα τάγματα, του έφραξαν το δρόμο στο ορεινό πέρασμα της Πέτρας, μεταξύ Λιβαδειάς και Θηβών. Η τουρκική εμπροσθοφυλακή δέχτηκε τον καταιγισμό πυρών και ακολούθησε ορμητική έφοδος των Ελλήνων με ξίφη με αποτέλεσμα να καταρρεύσει. Η διάλυση της εμπροσθοφυλακής παρέσυρε και το υπόλοιπο τουρκικό στράτευμα, που άφησε κάπου 100 νεκρούς και τραυματίες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν μόλις 15.
Η αποτυχία του Ασλάν μπέη οδήγησε σε κάτι πρωτοφανές: τη διαπραγμάτευση με τον Υψηλάντη στο πεδίο της μάχης για την διάβαση των Τούρκων και την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι Τούρκοι άφησαν όλα τα όπλα τους και συνοδεύτηκαν μέσω των περασμάτων της ανατολικής Στερεάς και συνέχισαν για τη Θράκη. Μόνο η Aκρόπολη των Αθηνών και το φρούριο Καραμπαμπά παρέμεναν με τουρκικές φρουρές.