Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου, ο στρατός των Βορείων του Στρατηγού Σέρμαν ολοκληρώνει την «πορεία του προς τη θάλασσα», φθάνοντας στις 10 Δεκεμβρίου 1864 στα προάστια της Σαββάνα, παραλιακής πόλης στη πολιτεία της Τζόρτζια. Εκεί, ο Σέρμαν θα ανακαλύψει ότι οι Νότιοι είχαν εγκαταστήσει 10.000 άνδρες σε καλά προετοιμασμένες οχυρές θέσεις. Παράλληλα είχαν πλημμυρίσει τους ορυζώνες και τα λιβάδια, αφήνοντας μόνο λίγες στενές προσβάσεις προς το οχυρό ΜακΆλιστερ, που προστάτευε την πόλη και έφραζε το δρόμο στο ναυτικό των Βορείων.
Οι Νότιες Πολιτείες της Αμερικής διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους αποσχιζόμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Απρίλιο του 1860, μετά από δεκετίες πολιτικών και κοινωνικών τριβών με το βορρά. Τα αίτια του ανταγωνισμού τους είναι αρκετά περίπλοκα αλλά η διαφορετική οικονομική ανάπτυξη των δύο περιοχών οδήγησε σε τριβές, που στρέφονταν κυρίως γύρω από την εκμετάλλευση των Αφρικανών δούλων ως φθηνού εργατικού δυναμικού. Με τον ανταγωνισμό μεταξύ τους να κορυφώνεται, οι πολιτείες του Νότου αποφάσισαν να φύγουν από την Ένωση και να χαράξουν τη δική τους οικονομική πολιτική, αφήνοντας στον πρόεδρο Λίνκολν ως μόνη επιλογή την καταστολή με στρατιωτικά μέσα.
Παρόλο το γεγονός ότι ο Βορράς ξεπερνούσε τον Νότο σε οικονομική ισχύ, ανθρώπινο δυναμικό και βιομηχανική παραγωγή, οι Νότιοι σημείωσαν σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες που ώθησαν με τον καιρό τους πρώτους, να χαράξουν μια στρατηγική “στραγγαλισμού” αποκόπτοντας τις αποσχισμένες πολιτείες από στεριά και θάλασσα. Η στρατηγική αυτή εφαρμόστηκε με επιτυχία, με τις δυτικές και βόρειες πολιτείες να πιέζουν διαρκώς τους Νοτίους σε όλα τα μέτωπα ενώ το Ναυτικό των ΗΠΑ εφάρμοζε αποκλεισμό των λιμένων, σταματώντας τόσο τις εξαγωγές βάμβακα (κύριας εξαγωγής των Νοτίων) όσο και τις εισαγωγές αγαθών και πολεμικών εφοδίων.
![](https://military-history.gr/wp-content/uploads/2021/12/Scott-anaconda-300x251.jpg)
Το 1864, με τον Αμερικανικό Εμφύλιο να διανύει ήδη τον τέταρτο χρόνο του, τα πράγματα έδειχναν ζοφερά για τον Νότο. Όμως παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του γνώριζε το φάσμα της πείνας και η κατάσταση του στρατού του ήταν αξιοθρήνητη, η στρατηγική της υποταγής του Νότου μέσω της έλλειψης εφοδίων αποδείχθηκε απελπιστικά αργή. Η επιδρομή του Σέρμαν είχε σκοπό να επισπεύσει αυτή τη διαδικασία.
Έτσι η εκστρατεία του Στρατηγού Γουίλιαμ Τεκούμσεχ Σέρμαν είχε ξεκινήσει στις 15 Νοεμβρίου 1864 από την Ατλάντα ως μια τεράστια επιδρομή από 62.000 περίπου άνδρες, 480 χλμ. βαθιά στα μετόπισθεν του επαναστατημένου Νότου. Η επιχείρηση δεν συγκέντρωσε την έγκριση όλων των προϊσταμένων κλιμακίων, που θεωρούσαν πως ο όγκος των επιτιθέμενων σε συνδυασμό με τον αντικειμενικό σκοπό, δεν μπορούσε να αποδώσει. Ο κλασικός τρόπος σκέψης των επιτελών έλεγε πως μια στρατιά 60 χιλιάδων ανδρών χρειαζόταν μεγάλες και ασφαλείς γραμμές επικοινωνίας με τα μετόπισθεν, έναν στόλο αμαξών ανεφοδιασμού και ενισχύσεις για να αναπληρώσει τις απώλειες που θα δεχόταν από τις διαρκείς μάχες με τον εχθρό και την ανάγκη εγκατάστασης φρουρών στο πέρασμα της.
Ο Σέρμαν είχε αντίθετη άποψη θεωρώντας την επιχείρηση από την ευρύτερη στρατηγική και οικονομική σημασία της. Απέρριπτε την ανάγκη μεταφοράς εφοδίων με βραδυκίνητες άμαξες, προκρίνοντας την τακτική να ζει ο στρατός από τα εφόδια των περιοχών που θα επιχειρούσε. Η γη της Τζόρτζια ήταν πλούσια και σε αυτήν “ο στρατός μου δεν θα πεινάσει”, έλεγε ο ίδιος. Χωρίς το “βάρος” του ανεφοδιασμού, ο στρατός του θα κινείτο γρήγορα ξεπερνώντας σε ταχύτητα τα εχθρικά τμήματα που θα προσπαθούσαν να τον αναχαιτίσουν, ενώ θα κατέστρεφε συστηματικά τόσο τα εφόδια του αντιπάλου όσο και τις υποδομές του, εργοστάσια, αποθήκες, σταθμούς σιδηροδρόμων, βαγόνια, ακόμα και τις σιδηροτροχιές.
Η εκστρατεία ήταν εμπνευσμένη από την περιορισμένη εμπειρία που είχε ο Σέρμαν σε εκστρατείες καταστολής της ινδιανικής δραστηριότητας και την επιτυχία που είχε η επιδρομή του στρατηγού Γιουλίσες Γκραντ στον Μισσισσιππή κατά του Βίκσμπουργκ.
Τελικά η εκστρατεία στα μετόπισθεν του Νότου προκάλεσε μεγαλύτερη καταστροφή στις επαναστατημένες Πολιτείες από ότι οι περισσότερες συμβατικές επιχειρήσεις του Βορρά εναντίον τους, καθώς αποφεύγοντας τη φθορά των εκ συστάδην μαχών, οι Βόρειοι στόχευαν ακριβώς στο αδύναμο σημείο των αντιπάλων τους: τις έτσι και αλλιώς περιορισμένες προμήθειες που ήταν απαραίτητες για την διατροφή και ένδυση του στρατού του Νότου και των πολιτών τους.
Στο τέλος της διαδρομής έστεκε η πόλη της Σαβάννα, που οι Νότιοι μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες για να ανακόψουν τους αντιπάλους τους, οργάνωσαν αμυντικά φράζοντάς τους το δρόμο. Χωρίς ανεφοδιασμό, ευρισκόμενοι βαθιά στην εχθρική ενδοχώρα, οι άνδρες του Σέρμαν ήρθαν αντιμέτωποι με το φάσμα της συντριβής, αν δεν διασπούσαν τον κλοιό για να ενωθούν με τον δικό τους στόλο στα παράλια, που θα τους εκκένωνε.
Τρείς μέρες μετά, στις 13 Δεκεμβρίου, ο Σέρμαν θα επιτεθεί στο οχυρό ΜακΆλιστερ. Το οχυρό που υπερασπίζονταν 230 Νότιοι στρατιώτες με πυροβολικό, είχε αντέξει σε προηγούμενες επιδρομές του Ναυτικού των ΗΠΑ για να το εκπορθήσουν. Οι άνδρες του Σέρμαν, 4.000 περίπου που τους ανατέθηκε η αποστολή, οργανώθηκαν στο παρακείμενο δάσος για την τελική έφοδο. Οι Βόρειοι στρατιώτες βγήκαν αργά από το δάσος και προέλασαν αφήνοντας μεγάλα διαστήματα μεταξύ τους για να περιορίσουν τις απώλειές τους από το εχθρικό πυροβολικό. Κρυμμένοι πίσω από τα αναχώματα, οι Νότιοι έκαναν ό,τι μπορούσαν με τα παλιά πυροβόλα τους, τα τυφέκιά τους ενώ είχαν οργανώσει φράχτες από κορμούς δέντρων, τάφρους και νάρκες σε μικρό βάθος. Το οχυρό έπεσε και ο στρατός των 60 χιλιάδων του Σέρμαν επιβιβάστηκε στα πλοία του στόλου διαφεύγοντας τον κλοιό που έκλεινε πίσω του.
Η εκστρατεία του Σέρμαν προς τη θάλασσα ήταν -παρόλες τις αντιρρήσεις των συναδέλφων του- μια από τις πιο επιτυχημένες επιδρομές και διδάσκεται ακόμα ως παράδειγμα επιθετικής δράσης και πλήγμα στο δίκτυο διοικητικής μέριμνας του αντιπάλου. Παράλληλα, έσπειρε τον τρόμο στον πληθυσμό του Νότου, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν βιώσει το πρόσωπο του πολέμου τόσο κοντά τους.