Κατά το Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ελληνικός στολίσκος αποτελούμενος από τα εύδρομα (επίτακτα εξοπλισμένα εμπορικά) «Αρκαδία», «Εσπερία» και «Μακεδονία», τα αντιτορπιλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός» και τα μεταγωγικά «Πατρίς», «Σαπφώ»και «Εριέττα», φτάνει έξω από τη Χώρα της Χίου και απαιτεί την παράδοση της φρουράς της. Μαζί τους βρίσκονται και 2.500 στρατιώτες και μια ορεινή πυροβολαρχία (7ο ΣΠ, Συνταγματάρχης Νικόλαος Δελαγραμμάτικας).
Ο Τούρκος διοικητής, Ζυχνί μπέης, υπολογίζοντας σε ενισχύσεις από τη μικρασιατική ακτή, αρνείται και ξεκινά ένας κοπιώδης αγώνας 40 ημερών, μέχρι την τελική κατάληψη της Χίου και την παράδοση των 1.800 Τούρκων στρατιωτών και 37 αξιωματικών. Οι τραυματίες θα μεταφερθούν στο Τσεσμέ ενώ οι αιχμάλωτοι μετακινούνται στην Πελοπόννησο.
Η κατάληψη της Χίου υπήρξε μια από τις λίγες στιγμές αντίστασης τουρκικής φρουράς στο Αιγαίο και παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Την ίδια μέρα με την απόβαση του 7ου Συντάγματος Πεζικού στη θέση Κοντάρι της Χίου, ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Καστοριά ενώ η Σάμος (αυτοδιοικούμενη πολιτεία υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, από το 1823), κηρύσσει την ένωσή της με την Ελλάδα.