Ξεκινά η συμμαχική επίθεση στο Καμπραί, η μεγαλύτερη επίθεση τεθωρακισμένων ως τότε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Βρετανοί με την υποστήριξη γαλλικών και αμερικανικών μονάδων θα εξαπολύσουν ένα ισχυρό αλλά σύντομο χτύπημα με το πυροβολικό, ακολουθούμενο από την επέλαση άνω των 400 αρμάτων μάχης, σε ένα στενό μέτωπο που υπερασπιζόταν ένα γερμανικό Σώμα Στρατού. Στόχος: η πόλη του Καμπραί, ένα σημαντικό κέντρο ανεφοδιασμού της γερμανικής “γραμμής Χίντενμπουργκ” (οι Γερμανοί την αποκαλούσαν “γραμμή Ζήγκφριντ”).

Εγκαταλείποντας τα σχέδια των προηγουμένων ετών για επέλαση σε ευρύ μέτωπο, οι Σύμμαχοι της Entente προέκριναν ένα χτύπημα που θα διατρυπούσε τις θέσεις των Γερμανών συγκεντρώνοντας κρυφά, μια σημαντική δύναμη σε ένα στενό σημείο-κλειδί, ελπίζοντας σε βαθειά διείσδυση που θα ανέτρεπε τις θέσεις όλου του μετώπου. Για τον σκοπό αυτό νέα όπλα θα χρησιμοποιούντο για πρώτη φορά με ευρύ ρόλο, όπως τα άρματα μάχης. Αυτά είχαν κάνει την εμφάνισή τους το προηγούμενο έτος, ενώ προβλέπονταν νέες τακτικές δράσης του πεζικού και του πυροβολικού και τα αεροπλάνα θα αξιοποιούνταν σε ρόλο υποστήριξης εδάφους.
Ο διοικητής του πυροβολικού της 9ης Σκωτικής Μεραρχίας, υποστράτηγος Χένρυ Τιούντορ, υπέβαλε ένα σχέδιο επίθεσης συνδυασμένων όπλων, με μικρές ομάδες πεζικού που θα ελίσσονταν, εκμεταλλευόμενες ρήγματα στις γραμμές του εχθρού ενώ θα υποστηρίζονταν από επεμβάσεις στοχευμένων πυρών του πυροβολικού. Ακόμα θα υπήρχε επιλεκτική χρήση αρμάτων μάχης, ως κινητών πυροβολαρχιών για άμεσες βολές σε εχθρικά οχυρά.
Μάλιστα, ο Τιούντορ σημείωνε πως η χρήση κρουσιφλεγών πυροσωλήνων του πυροβολικού είχε μικρά αποτελέσματα στον πόλεμο χαρακωμάτων, αφού είχαν ελάχιστο αντίκτυπο σε καλά προετοιμασμένες θέσεις και θωρακισμένα αμπρί του εχθρού. Από την άλλη, οι κρατήρες που άφηναν πίσω τους οι εκρήξεις καθυστερούσαν και δυσκόλευαν την ταχεία προέλαση του πεζικού και των αρμάτων. Έτσι, υπερθεμάτιζε για τη χρήση των νέων πυροσωλήνων προσέγγισης Νο. 106 οι οποίοι μόλις είχαν εισαχθεί στο βρετανικό οπλοστάσιο, που προγραμματίζονταν να εκραγούν σε ύψος μερικών μέτρων και “ψέκαζαν” μια περιοχή με θραύσματα, εκκαθαρίζοντας το εχθρικό πεζικό χωρίς να ανασκάπτουν το έδαφος. Η χρήση του πυροβολικού θα γινόταν με τακτικές ακουστικού εντοπισμού και προληπτικού πλήγματος, σε περιοχές που υπολογιζόταν πως τάσσονταν εχθρικές πυροβολαρχίες και στρατεύματα.
Ανάλογο σχέδιο υπέβαλε κι ένας αξιωματικός του επιτελείου του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ο Τζων Φούλερ, του βασιλικού σώματος Τεθωρακισμένων. Ο Φούλερ, που μεταπολεμικά θα εξελισσόταν σε έναν από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του όπλου των τεθωρακισμένων, προέκρινε την ευρεία χρήση αρμάτων σε μια επιχείρηση διάσπασης των αμυντικών γραμμών του εχθρού με το πεζικό και το πυροβολικό σε ρόλο υποστηρίξεως.
Ο Φούλερ επιφύλασσε για τα άρματα το ρόλο που είχε παλιά το ιππικό, χρησιμοποιώντας την κινητικότητά τους στο ανώμαλο έδαφος ως ατού για να επιτευχθεί η ταχεία προώθηση. Κάτι που στο παρελθόν ήταν παράγοντας αποτυχίας και για να διασπαστούν οι επάλληλες γραμμές άμυνας των Γερμανών σε βάθος, ενώ τώρα τα μηχανοκίνητα θα περνούσαν με “ασυλία” από τις ριπές πολυβόλων και τις κοντινές εκρήξεις πυρών ανάσχεσης του πυροβολικού.
Ο διοικητής της 3ης Βρετανικής Στρατιάς επέλεξε να συνδυάσει και τα δύο σχέδια, εξαπολύοντας ένα σχετικά σύντομο μπαράζ από 1.000 πυροβόλα κατά του γερμανικού μετώπου του ήσυχου τομέα του Καμπραί. Μετά συνεχίσε στο εσωτερικό των γερμανικών γραμμών σε μια τακτική κυλιόμενου φραγμού, με το πεζικό έξι βρετανικών Μεραρχιών να ακολουθεί από απόσταση 270 μέτρων. Στη μάχη ρίχθηκαν και 476 άρματα μάχης κατηγορίας Mark IV σε ένα μέτωπο μόλις 10 χλμ.
Οι γερμανικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν και γρήγορα διασπάστηκαν επιτρέποντας την διείσδυση των Βρετανών σε βάθος 6,5 χλμ. Η κινητικότητα φάνηκε πως ξαναγύρισε προς στιγμήν στο Δυτικό Μέτωπο αλλά τα προβλήματα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Μέχρι το τέλος της μέρας τα μισά από τα βρετανικά άρματα είχαν ακινητοποιηθεί, αποτέλεσμα μηχανικών βλαβών (τα περισσότερα), ή βολών από γερμανικά πυροβόλα. Επίσης, η μη τήρηση εφεδρειών (μία μεραρχία πεζικού μόνο και μονάδες ιππικού χωρίς άλογα) σήμαινε πως τα επιτεύγματα της πρώτης μέρας δεν μπορούσαν να τύχουν εκμετάλλευσης.
Μετά από τη μικρή προώθηση των Βρετανών, οι Γερμανοί συνήλθαν και στις 30 Νοεμβρίου εξαπέλυσαν την ισχυρότερη αντεπίθεση από το 1914, απωθώντας τους Συμμάχους στις αρχικές τους θέσεις. Οι απώλειες κάθε πλευράς ανήλθαν σε 44.000 άνδρες περίπου.
Η μάχη του Καμπραί έληξε στις 7 Δεκεμβρίου χωρίς εδαφικά οφέλη. Ήταν όμως ένα σημαντικό μάθημα και για τις δύο πλευρές. Οι Βρετανοί έμαθαν (επιτέλους) πως ο πόλεμος είχε αποκτήσει μια νέα μορφή, όπου η τεχνολογία είχε σημαντικό βήμα στη διαμόρφωση του τρόπου μάχεσθαι και πως νέες τακτικές και όπλα μπορούσαν να δώσουν τη νίκη, αν τύγχαναν επιμελημένης φροντίδας.
Οι Γερμανοί έμαθαν πώς είναι να δέχεσαι μαζική επίθεση από άρματα μάχης. Παρά το γεγονός ότι το άρμα είχε μετέχει και στη μάχη του Σομ ένα έτος πριν, η εικόνα εκατοντάδων ατσάλινων μεγαθηρίων που βρυχώντο σε ένα μέτωπο 10 χλμ. πρέπει να ήταν τρομακτική εμπειρία για τους στρατιώτες που είχαν την ατυχία να τα αντικρίσουν. Η μάχη έδειξε πως και αυτά δεν ήταν άτρωτα αλλά πολλοί νεαροί αξιωματικοί, όπως ο Γκουντέριαν, θα μεταμόρφωναν τους εφιάλτες τους σε επιθετικά σχέδια μετά τον πόλεμο.
Μόλις ένα στα τρία από τα 480 περίπου άρματα μπόρεσε να διασωθεί μετά τη μάχη, πολλά από τα οποία έπεσαν στα χέρια των Γερμανών που τα μελέτησαν διεξοδικά, αλλά και πάλι ήταν αρκετά για να πετύχουν τοπική υπεροχή επιτρέποντας νέες επιθέσεις. Ο γερμανός διοικητής του Συγκροτήματος Στρατιών Α, Στρατάρχης διάδοχος Ρούπρεχτ, σημείωσε μετά το Καμπραί πως “όπου το έδαφος ευνοεί τη χρήση αρμάτων μάχης, αιφνιδιαστικές ενέργειες σαν κι αυτή θα είναι αναμενόμενες. Δεδομένου αυτού, το μέτωπο δεν μπορεί ποτέ να είναι ήσυχο”.