Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι τέσσερις αυτοκρατορίες της Ευρώπης κομματιάστηκαν και νέα κράτη αναπήδησαν από τα συντρίμμια. Ένα από αυτά ήταν και η Πολωνία, ένα βασίλειο που αναγεννιόταν από τις στάχτες του μετά από 200 χρόνια διαμελισμού και υποταγής στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι συνομιλίες των νικητών του πολέμου φρόντισαν και για την αποκατάσταση του πολωνικού λαού μέσα σε ασφαλή σύνορα, ή τουλάχιστον όσο ασφαλή γινόταν.
Ανάμεσα σε μια περιορισμένη πλέον και βυθισμένη στη φτώχεια, στις εσωτερικές συγκρούσεις και στην πολιτική αναταραχή Γερμανία και σε μια Ρωσία, που εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια είχε περιέλθει σε εμφύλια σύγκρουση, η Πολωνία έπρεπε να ιδρύσει και να οργανώσει τους θεμούς της και να επιβιώσει. Έτσι, μετά την υπογραφή της Γερμανοπολωνικής συμφωνίας εκκένωσης των περιοχών που θα σχημάτιζαν το Πολωνικό κράτος το Φεβρουάριο του 1919, ο νέος πολωνικός στρατός θα είχε την πρώτη του “συνάντηση” με τον επίσης νεαρό στρατό των Ρώσων Μπολσεβίκων.
Η οριστική χάραξη των συνόρων του νέου πολωνικού κράτους δεν είχε ακόμα επισημοποιηθεί (η συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν ακόμα 6 μήνες μακρυά), ενώ και το επαναστατικό κράτος των Μπολσεβίκων επίσης δεν είχε επίσημα αναγνωριστεί, αφήνοντας ένα γεωπολιτικό κενό στα εδάφη της πρώην τσαρικής Ρωσίας. Οι εντάσεις ήταν ήδη μεγάλες, όταν στις 18 Νοεμβρίου 1918 το επιτελείο του Κόκκινου Στρατού διέταξε μια μεγάλη επιθετική αναγνώριση πέραν των δυτικών συνόρων της πρώην τσαρικής Ρωσίας, που βρίσκονταν ακόμα μεγάλες μονάδες στρατού των γερμανικών δυνάμεων. Οι επιθέσεις κατευθύνθηκαν κατά της δυτικής Ουκρανίας και της Εσθονίας.
Για τον Λένιν, η στιγμή ήταν ιδανική. Με την κάμψη των Λευκών (τσαροφρόνων) και την σταδιακή επικράτηση των Μπολσεβίκων στο εσωτερικό, ο Κόκκινος Στρατός μπορούσε πλέον να παρατάξει σημαντικό όγκο δυνάμεων και να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο εξάσκησης πολιτικής προς το εγγύς εξωτερικό. Συγκεντρώνοντας 300.000 άνδρες οι Τρότσκι και Λένιν ήθελαν να αντικαταστήσουν το κενό που άφηναν τα “στρατεύματα προκάλυψης” που διαλύονταν, και ακολουθώντας απλά την πορεία του υποχωρούντος γερμανικού στρατού να διεκδικήσουν τα παλιά ρωσικά σύνορα του 1917. Η πορεία αυτή διεκδικούσε τμήματα της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας και της Πολωνίας, που για τους Ρώσους ταυτίζονταν με την “Privislinsky Krai” (γη του Βιστούλα).
Η σοβιετική αισιοδοξία ήταν μάλλον αβάσιμη. Οι λαοί της Ευρώπης είχαν κουραστεί και σιχαθεί τον πόλεμο μετά από τέσσερα χρόνια άσκοπης ανθρωποσφαγής αλλά δεν θα έφταναν στο σημείο να περάσουν στο άλλο άκρο και να ανατρέψουν τα πάντα υπέρ μιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Τρότσκι, ωστόσο, ως Λαϊκός Κομμισάριος επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών θεμάτων των Σοβιέτ ήταν υπέρμαχος της διάδοσης της μπολσεβικικής επανάστασης που πλέον θα “ερχόταν από το εξωτερικό” (Revolutsiya izvne).
Στα τέλη Νοεμβρίου 1918, η 6η Ερυθρή Μεραρχία και τα αποσπάσματα Γκντοβ και Γιάμπουργκ της 7ης Κόκκινης Στρατιάς επιτέθηκαν σε τμήματα υποχωρούντων Γερμανών στην Εσθονία και κατέλαβαν πόλεις και θέσεις σε αποστάση μόλις 30 χλμ. από το Ταλίν, αποσπώντας τις από νεοσυσταθέντα εσθονικά στρατεύματα. Οι επιθέσεις υποστηρίζονταν από εσθονικά και Λιθουανικά τμήματα Ερυθρών υπό την καθοδήγηση αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού. Θα χρειαστούν 14 μήνες επίμονων συγκρούσεων για να απωθηθούν οι σοβιετικές δυνάμεις και να κατορθώσει το νέο κράτος της Εσθονίας να αναπνεύσει.
Ανάλογες επιχειρήσεις έλαβαν χώρα σε σειρά πόλεων στην Λευκορωσία, με τα κόκκινα στρατεύματα να σημειώνουν περισσότερες επιτυχίες. Μέχρι το τέλος του έτους, η Λευκορωσία είχε καταβληθεί και η τοπική Λαϊκή Δημοκρατία καταλύθηκε αντικαθιστώμενη από την Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λευκορωσίας με έδρα το Μινσκ.
Για ένα μήνα, από τις 8 Ιανουαρίου ως τις 10 Φεβρουαρίου 1919, Πολωνικές και Σοβιετικές δυνάμεις δοκίμαζαν την ισχύ τους σε μικροσυμπλοκές. Στις 12 Φεβρουαρίου 1919 είχε έρθει η σειρά της νεότευκτης Πολωνίας, με τους Μπολσεβίκους να ξεκινούν την επιχείρηση με την κωδική ονομασία “Στόχος Βιστούλας”, που αισιοδοξούσαν πως θα τους έφερνε στην Βαρσοβία. Την ημέρα εκείνη, ο διοικητής του Κόκκινου Στρατού, ο Λετονός Γιούκουμς Βατσιέτις, διέταξε τη Στρατιά της Δύσεως να επιτεθεί στην κατεύθυνση των πόλεων του Τιλσίτ, Μπρεστ-Λιτόβσκ, Κοβέλ, Ρίβνε εξασφαλίζοντας και την σιδηροδρομική αρτηρία της Βίλνας σε βάθος.
Ενδεικτικό της στόχευσης του ανώτατου επιπέδου της σοβιετικής ηγεσίας, ήταν πως οι στόχοι αυτοί θεωρούνταν ο πρώτος σταθμός, με τελικό αντικειμενικό σκοπό την ενίσχυση των Γερμανών και Αυστροούγγρων μπολσεβίκων επαναστατών, θεωρώντας ασήμαντη την αντίσταση που θα προέβαλαν οι Πολωνοί στον “ενδιάμεσο χώρο”.
Οι πρώτες επιτυχίες των ανδρών της Στρατιάς της Δύσης αποδείχθηκαν εύθραυστες και περιορισμένες. Με τους Πολωνούς να δίνουν απελπισμένο αγώνα για να συγκρατήσουν την Κόκκινη Στρατιά, νέες δυνάμεις παρακινημένες από ιερείς και πολιτικούς, συνέρρευσαν μαζικά μέσα στη νύχτα πυκνώνοντας τις τάξεις των αμυνομένων. Στις 14 Φεβρουαρίου, μια μικρή ομάδα Πολωνών προχώρησε σε αντεπίθεση στο χωριό Bereza Kartuska-(Μπερέζα Καρτούσκα, πολωνικό όνομα της σημερινής Μπιαρόζα, στη δυτική Λευκορωσία), που ανέτρεψε τις άμυνες των Μπολσεβίκων και σταθεροποίησε προσωρινά την περιοχή.
Τα επεισόδια αυτά ήταν η απαρχή του μεγάλου Πολωνο-Σοβιετικού πολέμου που θα συγκλονίσει τις δύο νεαρές χώρες και θα θέσει το θεμέλιο λίθο της σύστασης τους. Αναγνωρίζοντας πως οι στόχοι της επιχείρησης υποτιμήθηκαν, οι Σοβιετικοί αναδιπλώθηκαν μπροστά στην αποφασιστικότητα της αντίστασης των Πολωνών. Η Μπερέζα-Καρτούσκα θα γινόταν πεδίο σύγκρουσης μεταξύ Σοβιετικών και Πολωνών ξανά τον επόμενο Ιούλιο ως πρελούδιο της επικής μάχης της Βαρσοβίας το 1920.