Τίθεται εν ενεργεία το ιαπωνικό αεροπλανοφόρο Hōshō, το πρώτο πολεμικό πλοίο στον κόσμο που ναυπηγήθηκε εξαρχής για αυτή τη χρήση, καθώς όλα τα προηγούμενα αεροπλανοφόρα αποτελούσαν μετασκευές καταδρομικών ή εμπορικών πλοίων.

Η ιδέα των αεροσκαφών ως όπλων ναυτικού πολέμου βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα στις αρχές του 20ού αιώνα. Η τεχνολογία όμως “κάλπαζε” με ραγδαίους ρυθμούς και όποιος έμενε πίσω βρισκόταν ουραγός των εξελίξεων. Μόλις το 1903, οι αδερφοί Wright έκαναν το αεροπλάνο μια πραγματικότητα και επτά χρόνια αργότερα, ο αεροπλόος Eugene Ely πραγματοποίησε την πρώτη απονήωση αεροσκάφους από κατάστρωμα πολεμικού πλοίου, ανοίγοντας το δρόμο για την ναυτική του χρήση.
Το νεαρό ιαπωνικό αυτοκρατορικό ναυτικό όμως ήταν εραστής της τεχνολογίας. Το 1905 τα θωρηκτά του κατανίκησαν διαδοχικά δύο ρωσικούς στόλους κερδίζοντας την κυριαρχία στις θάλασσες του Δυτικού Ειρηνικού. Το ίδιο έτος, το ιαπωνικό ναυτικό μετέτρεψε ένα ρωσικό λάφυρο, το εμπορικό “Lethington”, σε πλοίο μεταφοράς υδροπλάνων και πλωτή βάση με το όνομα “Wakamiya”. Το πλοίο εκπαίδευσε τους αξιωματικούς του ναυτικού στη χρήση και εκμετάλλευση υδροπλάνων για πολεμικές επιχειρήσεις, κυρίως αποστολές εναέριας αναγνώρισης και συνδέσμων. Με το πλοίο αυτό, οι Ιάπωνες κέρδισαν μια πρωτιά στις ναυτικές επιχειρήσεις, όταν στις 6 Σεπτεμβρίου 1914, στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα υδροπλάνο Farman που εξαπολύθηκε από το “Wakamiya” βομβάρδισε ανεπιτυχώς το αυστρουγγρικό θωρηκτό “Kaiserin Elisabeth” και το γερμανικό τορπιλοβόλο “Jaguar”. Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση αεροσκάφους από πολεμικό πλοίο εναντίον άλλου πολεμικού.
Το 1922, φόβοι για νέα παγκόσμια αύξηση των ναυτικών εξοπλισμών οδήγησαν στην υπογραφή της συνθήκης της Ουάσινγκτον, που περιόριζε την αριθμητική δύναμη και το εκτόπισμα των πολεμικών πλοίων διεθνώς. Η συνθήκη “πάγωσε” τις ναυπηγήσεις μεγάλων σκαφών για 10 χρόνια και επέβαλε την αναλογία 5:5:3 σε συνολικό τονάζ στόλων στις τρεις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία αντίστοιχα. Η υπογραφή της συμφωνίας επέβαλε αλλαγές σε ναυπηγήσεις πολεμικών που εκείνη την εποχή ήταν υπό κατασκευή.
Με αυτό το σκεπτικό, το IJN Hōshō, που είχε αρχίσει να ναυπηγείται το 1920 με στόχο να γίνει πλοίο μεταφοράς υδροπλάνων άλλαξε και βασισμένο στα σχέδια των βρετανικών HMS Furius και HMS Argus (μετασκευασμένα αεροπλανοφόρα της εποχής), εξελίχθηκε σε αεροπλανοφόρο. Το Hōshō επρόκειτο να είναι το δεύτερο εξαρχής ναυπηγημένο αεροπλανοφόρο στον κόσμο μετά το βρετανικό HMS Hermes, αλλά σοβαρές καθυστερήσεις λόγω της συνθήκης της Ουάσινγκτον στο δεύτερο, έδωσαν στο ιαπωνικό πλοίο το προβάδισμα.
To 1922, μετά από πολλές αλλαγές και καθυστερήσεις αλλά και διαφωνίες στο ναυτικό επιτελείο που λίγο έλλειψε να ακυρώσουν τελείως την ναυπήγησή του, το Hōshō παραδόθηκε στο ιαπωνικό αυτοκρατορικό ναυτικό. Το αδερφό πλοίο που θα ναυπηγείτο αμέσως μετά ως IJN Shokaku, δεν ήταν και τόσο τυχερό και η ναυπήγησή του ακυρώθηκε, ενδεικτικό της αμφιβολίας για τη χρήση και απόδοση του νέου όπλου.
Το πλήρους εκτοπίσματος 9.500 τόνων Hōshō είχε μήκος 168,25 μέτρα, πλάτος 18 και βύθισμα 6,17 μέτρα. Με δύο κινητήρες Parsons που τροφοδοτούνταν από οκτώ λέβητες και απέδιδαν ισχύ 30.000 ίππους μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 25 κόμβους, μια έκπτωση από τους 30 που απαιτούσε το ιαπωνικό επιτελείο. Το πλοίο μετέφερε 15 αεροπλάνα (συνήθως εννέα καταδιωκτικά και τρία ως έξι τορπιλοβόλα/βομβαρδιστικά), είχε πλήρωμα 512 ατόμων και ήταν σχεδόν αθωράκιστο. Οι πρώτοι χειριστές των αεροσκαφών εκπαιδεύτηκαν από Βρετανούς πιλότους και αναλαμβάνοντας τις πρώτες αποστολές εισηγήθηκαν και ριζικές αλλαγές, για αφαίρεση της υπερκατασκευής και μείωση του ύψους των καπνοδόχων για μεγαλύτερη ασφάλεια.

Το Hōshō έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Σινοϊαπωνικού πολέμου ενώ αποτέλεσε πλοίο εκπαίδευσης του ιαπωνικού στόλου στη χρήση και αξιοποίηση του αεροσκάφους στον ναυτικό αγώνα. Το μικρό του εκτόπισμα και τα λίγα αεροσκάφη που μετέφερε το έθεσαν σε δεύτερη μοίρα από το 1939 και μετά, αλλά οι ανάγκες του πολέμου του Ειρηνικού στο Β’ Παγκόσμιο το επανέφεραν γρήγορα σε πολεμικές επιχειρήσεις. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, το Hōshō έπλεε μαζί με τη δύναμη κρούσης προς το Περλ Χάρμπορ αλλά έχασε επαφή με τον υπόλοιπο στόλο την οποία δεν ανέκτησε εξαιτίας της σιγής ασυρμάτου, με αποτέλεσμα να γυρίσει άπραγο στη βάση του.
Έλαβε μέρος στην αεροναυμαχία του Μιντγουέι με μικρή δράση. Το 1944, οι ανάγκες σε πλοία έκαναν το ιαπωνικό ναυτικό να το τροποποιήσει με νέα αντιαεροπορικά και εκτεταμένο κατάστρωμα επιπλέον 12 μέτρων, ώστε να επιχειρεί με τα τορπιλοβόλα βομβαρδιστικά Nakajima B6N “Jill” και τα βομβαρδιστικά καθέτου εφόρμησης Yokosuka D4Y “Judy”.

Στις 19 Μαΐου του 1945, αμερικανικά αεροσκάφη της Task Force 58 το εντόπισαν κοντά στη Χιροσίμα και του επιτέθηκαν καταφέροντάς του ζημιές. Οι πόροι δεν επαρκούσαν πλέον για όλα τα πλοία και το πλοίο έμεινε ανενεργό με μεγάλο μέρος του πληρώματός του να μετατίθεται. Χρησιμοποιήθηκε μετά τον πόλεμο ως μεταγωγικό για επαναπατρισμό ιαπωνικών φρουρών και πολιτών από όλο τον Ειρηνικό. Διαλύθηκε το 1946 στα πλαίσια του αφοπλισμού της Ιαπωνίας.