Το γερμανικό κοινοβούλιο (Reichstag) τυλίγεται στις φλόγες και η φωτιά καίει ανεξέλεγκτη μέχρι αργά το βράδυ κατακαίοντας το κτίριο. Στον τόπο συλλαμβάνεται ένας νεαρός Ολλανδός, ο άνεργος οικοδόμος Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, ο οποιός ομολογεί τον εμπρησμό. Το γεγονός ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είναι μέλος του κομμουνιστικού κόμματος κάνει τον Χίτλερ, που έχει ορκιστεί καγκελάριος λίγες εβδομάδες πριν, να πείσει τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο των κομμουνιστών για αναταραχή. Προσωρινά, αναλαμβάνει έκτακτες εξουσίες συλλαμβάνοντας χιλιάδες άτομα στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών του κομμουνιστικού κόμματος.
Ο εμπρησμός θα έχει ως επακόλουθο την Νομοθεσία της πυρπόλησης του Ράιχσταγκ (Reichstagsbrandverordnung), που θα αναστείλει καίρια μέρη του Συντάγματος (προσωπική ελευθερία, ελευθερία της έκφρασης, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία της συνάθροισης, την ιδιωτικότητα των τηλεφωνικών, τηλεγραφικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών), ενώ θα επιβάλει ένα αστυνομικό κράτος στη Γερμανία υπέρ φυσικά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.
Η οργανωμένη αξιοποίηση του αισθήματος φόβου και αναρχίας που ακολούθησε λειτούργησαν προς όφελος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, εξασφαλίζοντάς του την κρίσιμη πλειοψηφία στις εκλογές που έγιναν λίγες μέρες μετά, την 5η Μαρτίου 1933. Η απομόνωση και διάλυση του γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σχηματισμού με ισχυρή παρουσία στα γερμανικά πολιτικά δρώμενα ήταν κρίσιμη ώστε να εξασφαλιστεί η κυριαρχία των Εθνικοσοσιαλιστών.
Έτσι, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, η κυβέρνηση των Ναζί θα μεθοδεύσει την δίωξη πολιτικών αντιφρονούντων και αντιπολιτευτικών φωνών εκτός κι εκτός του κοινοβουλίου και τη φίμωση του ιδιαίτερα ενεργού γερμανικού Τύπου επιβάλλοντας τρομοκρατία, έχοντας όμως και τον κοινοβουλευτικό “μανδύα” της επικράτησης στις εκλογές.
Για την πυρκαγιά πάντως η αναφορά του αρχηγού της πυροσβεστικής του Βερολίνου καταλόγισε ευθύνες σε τοπικούς και ανώτερους κομματικούς αξιωματούχους για καθυστερημένη κλήση στην πυροσβεστική και παρακώλυση του έργου της, αφήνοντας δηλαδή υπονοούμενα πως η πυρκαγία ήταν μια προβοκάτσια των Ναζί. Ο αρχηγός συνελήφθη, κατηγορήθηκε για αμέλεια καθήκοντος και φυλακίστηκε, όπου λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε στραγγαλισμένος.
Νεώτερες έρευνες αναφέρουν πως ενδείξεις εμπρησμού υπήρχαν πριν φθάσει ο βαν ντερ Λούπε στο σημείο. Ο Βαν ντερ Λούμπε, που ήταν ήδη σεσημασμένος εμπρηστής και δολιοφθορέας για το κομμουνιστικό κόμμα, δικάστηκε και εκτελέστηκε τον Iανουάριο του 1934.
Το πυρπολημένο κτίριο του Ράιχσταγκ παρέμεινε στην οικτρή κατάσταση που το άφησε η πυρκαγιά μέχρι τον πόλεμο, όπου χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο, βιβλιοθήκη, χώρος κρατικών εκδηλώσεων και οχυρό. Ενώ έγινε το επίκεντρο της τελευταίας πράξης του δράματος το Μάιο του 1945, με τους Γερμανούς και Σοβιετικούς στρατιώτες να μάχονται στο εσωτερικό του. Για την Ευρώπη, ο πόλεμος έληξε με την ύψωση του κόκκινου λαβάρου στην οροφή του. Το Ράιχσταγκ αναστηλώθηκε το 1971, αλλά ξαναλειτούργησε ως έδρα του Γερμανικού κοινοβουλίου -μετά από εντυπωσιακή ανακατασκευή- το 1999, κέντρο πλέον της ενωμένης Γερμανίας.