Ξεκινά η Μάχη της Λέρου με την απόβαση γερμανικών στρατευμάτων στο νησί.
Η Λέρος είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς στον ιταλοτουρκικό πόλεμο το 1912, μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, ώστε να αποτελέσει προσωρινή βάση εξόρμησης του ιταλικού στόλου και ανάχωμα στις κινήσεις των Οθωμανών, κατά τον πόλεμο της Λιβυκής εκστρατείας του 1911. Μετά τον πόλεμο, οι Ιταλοί κέρδισαν την Λιβύη αλλά κράτησαν παρόλα αυτά και τα Δωδεκάνησα, αναγνωρίζοντας την στρατηγική τους αξία. Το 1943 ήταν πάλι κρίσιμη χρονιά. Στις 8 Σεπτεμβρίου η Ιταλία πέρασε στο συμμαχικό στρατόπεδο και τα Δωδεκάνησα ενισχύθηκαν από βρετανικές μονάδες και τον ελληνικό Ιερό Λόχο, πλάι στις ιταλικές δυνάμεις.
Η Γερμανική Διοίκηση στην Ελλάδα με εντολή από την OKW (Oberkommando der Wehrmacht: Ανωτάτη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων), ανέλαβε αμέσως επιθετική δράση καταλαμβάνοντας τη Ρόδο στις 11 Σεπτεμβρίου και την Κω στις 3 Οκτωβρίου. Η Συμμαχική διοίκηση απέστειλε νέες δυνάμεις στην Σάμο και στη Λέρο, όπου ήδη υπήρχαν εκτεταμένες αεροναυτικές εγκαταστάσεις για να κρατηθεί η βάση των Δωδεκανήσων. Χωρίς αυτή, με τη Γερμανική Αεροπορία να εξορμά από τα αεροδρόμια της Αττικής, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, κάθε πρόσβαση στο Αιγαίο θα “σφραγιζόταν”.
Ήδη όμως, από τις 26 Σεπτεμβρίου η Luftwaffe βομβάρδιζε τις εγκαταστάσεις στη Λέρο προετοιμάζοντας την επίθεση. Το νησί υπερασπίζονταν 8.500 Ιταλοί στρατιώτες αμφίβολης μαχητικής αξίας και περί τους 3.000 Βρετανούς από διάφορες μονάδες. Υπήρχαν επίσης περίπου 45 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων ταγμένα στα παράλια, δεκάδες παλαιά αντιαεροπορικά, ενώ υποστήριξη προσέφεραν δύο Μοίρες βρετανικών και νοτιοαφρικανικών καταδιωκτικών που επιχειρούσαν από την Κω.
Οι Βρετανοί ανέλαβαν την τελευταία στιγμή την επιχειρησιακή διοίκηση, παρά τις παρασκηνιακές ενέργειες του Ιταλού φρουράρχου Λουίτζι Μασέρπα να τη διατηρήσει. Βρετανοί είχαν 3 τάγματα κι έναν λόχο απομειωμένα λόγω βομβαρδισμών και χωρίς επαρκή μέσα, ενώ από τις ιταλικές δυνάμεις μόλις οι 1.000 από τους 8.500 θεωρούνταν μάχιμοι. Στις 12 Νοεμβρίου, μετά από 50 μέρες βομβαρδισμών που βύθισαν το ελληνικό αντιτορπιλικό “βασίλισσα Όλγα”, το HMS Intrepid και μια ιταλική τορπιλάκατο στο Λακκί και κατέστρεψαν αρκετές εγκαταστάσεις κι εφόδια, ξεκίνησε και η γερμανική επιχειρήση στο έδαφος.
Αν και το νησί περιζωνόταν από ιταλικά ανθυποβρυχιακά δίκτυα και ναρκοπέδια, οι Γερμανοί είχαν πλήρη γνώση αυτών. Οι γερμανικές δυνάμεις ήταν αθροιστικά πολύ μικρότερες (~2.800) αλλά ήταν επίλεκτες (λόχος κυνηγών Brandemburger, τάγμα αλεξιπτωτιστών και τάγματα της 22ας Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας) και αποβιβάστηκαν σε δύο σημεία στα ανατολικά του νησιού.
Τα αρχικά σχέδια για ταυτόχρονη απόβαση σε τρία σημεία (ανατολικά, βόρεια και δυτικά) και αεραπόβαση στα δυτικά που θα ένωνε τα τρία προγεφυρώματα άλλαξαν, όταν οι γερμανικές δυνάμεις που προσέγγιζαν από δυτικά και βόρεια δέχτηκαν σφοδρά πυρά κι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στις βάσεις εξόρμησής τους, ακυρώνοντας και την ρίψη των αλεξιπτωτιστών.
Έτσι, το τάγμα στα ανατολικά έμεινε να αντιμετωπίσει όλες τις δυνάμεις στο νησί. Νέα σχέδια οργανώθηκαν και δύο νέες αποβάσεις, στα νότια και στον όρμο του Κρυφού, που κατέληξαν μετά από ολοήμερη μάχη στην κατάληψη του υψώματος “Κλειδί”. Κι ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν εμπλακεί όλες στην προσπάθεια εξάλειψης των γερμανικών προγεφυρωμάτων, στη 13:30 η ρίψη των αλεξιπτωτιστών στην Ράχη που είχε αρχικά ακυρωθεί, πραγματοποιήθηκε, κόβοντας το νησί στα δύο και αποδιοργανώνοντας τις άμυνες.
Την επόμενη μέρα, τα γερμανικά προγεφυρώματα ενισχύθηκαν με επιπλέον δυνάμεις, κυρίως όσες είχαν ακυρώσει την απόβασή τους την προηγουμένη, ενώ η αεροπορία σάρωνε τις συμμαχικές θέσεις, βυθίζοντας και ένα βρετανικό αντιτορπιλικό και αναγκάζοντας μια συμμαχική νηοπομπή ενισχύσεων να αναστρέψει.
Στις 15 Νοεμβρίου, τρείς βρετανικές αντεπιθέσεις είχαν περιορισμένα αποτελέσματα παρουσιάζοντας μικρά κέρδη με μεγάλες απώλειες. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί πέτυχαν την διεύρυνση και ενοποίηση των προγεφυρωμάτων τους. Στις 16 Νοεμβρίου, όλα τελείωσαν. Οι τελευταίες εστίες αντίστασης κάμφθηκαν και οι Γερμανοί έφτασαν έξω από το στρατηγείο του ταξιάρχου Τίλνεϋ, που αναγκάστηκε να παραδοθεί.