ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 6 Σεπτεμβρίου 1955: “Σεπτεμβριανά”, το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης

Συνδυασμός στοχευμένης παραπληροφόρησης και φήμης, ότι Έλληνες τοποθέτησαν εμπρηστικό μηχανισμό για να κάψουν το σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, φέρνει όχλο Τούρκων, πολλοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη με λεωφορεία, να κάνει πογκρόμ κατά της εκεί ελληνικής κοινότητας.

Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης το 1955 ήταν ακόμη ακμαίος αλλά απομεινάρι του παρελθόντος. Η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, εξαίρεσε κατόπιν ελληνικού αιτήματος τον ελληνικό χριστιανικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, με αντάλλαγμα τη διατήρηση της πληθυσμιακής σύνθεσης της ελληνικής δυτικής Θράκης. Έστω και έτσι η ελληνική κοινότητα κυρίως εμπόρων, βιοτεχνών, επιχειρηματιών και λογίων, ήταν δραστήρια ενώ είχε στο κέντρο της το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διένυσαν την καλύτερη περίοδο σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Η Ελλάδα στήριξε την τουρκική είσοδο σε διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες λαμβάνοντας αντίστοιχα την τουρκική στήριξη. Σειρά συμφωνιών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο έδειχναν σε τρίτους παρατηρητές την Ελλάδα να έχει εγκαταλείψει τον βαλκανικό μεγαλοϊδεατισμό της και την Τουρκία να έχει ξαναγεννηθεί ως ένα κοσμικό κράτος του 20ού αιώνα, αφήνοντας πίσω της το μεσαιωνικό οθωμανικό της κέλυφος.

Ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μαχμούντ Τσελάλ Μπαγιάρ κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα δίπλα στον βασιλιά Παύλο.

Κάτω, όμως, από αυτήν την επιφανειακή φιλία που επειδείκνυαν στις φωτογραφίες οι μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες των δύο χωρών, κρυβόταν η πραγματική τουρκική στρατηγική. Το 1932, νομοθετήθηκε ο αποκλεισμός των χριστιανών κατοίκων (κυρίως Ελλήνων και Αρμενίων που επέζησαν της Μικρασιατικής καταστροφής) από μια σειρά 30 επαγγελμάτων και τεχνών, που περιλάμβαναν από ραπτική και ξυλουργική μέχρι την εξάσκηση νομικών, ιατρικών και κτηματομεσιτικών υπηρεσιών. Δέκα χρόνια μετά, το 1942, μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία επέβαλε το φόρο περιουσίας “Βαρλίκ Βεργκισί”, που εξόντωσε οικονομικά τις ελληνικές επιχειρήσεις, με τις απαιτήσεις να φτάνουν ακόμα και το 100% της αξίας τους.

Το 1955, με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης μπήκε και πάλι στο στόχαστρο των εθνικιστικών ομάδων της Τουρκίας και ιδίως της νεοεμφανιζόμενης Kibris Türktür Cemiyeti (“η Κύπρος είναι τουρκική”), που ελεγχόταν -ανάμεσα σε άλλους- από τον Hikmet Bil, αρχισυντάκτη της εφημερίδας Hürriyet.

Mε τον αγώνα της ΕΟΚΑ να εξαπλώνεται, οι τουρκικές εφημερίδες ξεκίνησαν έναν κύκλο επιθέσεων κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης με μεγάλη απήχηση στην τουρκική κοινή γνώμη. Υπό την καθοδήγηση των φοιτητικών και εθνικιστικών οργανώσεων, μεγάλες διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στις μεγάλες πόλεις κατά της Ελλάδας, της Κύπρου και της εγχώριας ελληνικής κοινότητας. Βασική θέση της Τουρκίας, που εκφράστηκε και στην σύνοδο για την Κύπρο στο Λονδίνο, μεταξύ των τριών εγγυητριών δυνάμεων, ήταν πως η Ελλάδα μέσω της ΕΟΚΑ σχεδίαζε την εθνοκάθαρση των Τουρκοκυπρίων, παρά το γεγονός πως δεν υπήρχε καμιά σχετική ενέργεια, ενώ η ΕΟΚΑ προέβη σε ρητή διακήρυξη ότι ο αγώνας της δεν στρεφόταν εναντίον τους.

Η Τουρκία εμφανιζόταν έτσι να “χορεύει” στον ρυθμό του λαϊκισμού και της παραπληροφόρησης που η ίδια είχε ξεσηκώσει. Βοηθούσε σε αυτό το μεγάλο κύμα αστυφιλίας που είχε προηγηθεί, ως αποτέλεσμα της οικονομικής στενότητας της τελευταίας δεκαετίας. Από το 1942 ως το 1954 ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε αυξηθεί κατά 60%, από 1 σε 1,6 εκατομμύρια κατοίκους, στη συντριπτική τους πλειονότητα ανέργους ή ακτήμονες από φτωχές επαρχίες. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν τα ξερά χόρτα στα οποία απλώθηκε η φωτιά του εθνικιστικού παραληρήματος.

Στις 6 Σεπτεμβρίου, τα νέα της έκρηξης ενός εμπρηστικού μηχανισμού που πυροδοτήθηκε στη Θεσσαλονίκη προκαλώντας μικρές ζημιές στο πατρικό σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ (μια προβοκάτσια), αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα των εξελίξεων. Με τα νέα στην Τουρκία να μεταδίδονται αστραπιαία, μάζες εξαγριωμένων συγκεντρώθηκαν από τα παραπήγματα της Κωνσταντινούπολης και υπό την καθοδήγηση ανδρών των μυστικών υπηρεσιών και των εθνικιστικών οργανώσεων, οπλίστηκαν και οδηγήθηκαν στις εύπορες γειτονιές της ελληνικής και αρμενικής κοινότητας. Η οργάνωση του διωγμού αυτού περιλάμβανε ακόμα και τη μετακίνηση των διαδηλωτών με φορτηγά των κρατικών υπηρεσιών, αλλά και με 4.000 ταξί που επιτάχθηκαν σιωπηρά.

Ακολούθησε ένα όργιο καταστροφής και ακροτήτων υπό τις φωνές του έξαλλου πλήθους. Ως αποτέλεσμα της λεηλασίας, 4.214 οικίες, 1.004 επιχειρήσεις, 73 εκκλησίες, 2 μοναστήρια, 1 συναγωγή και 26 σχολεία καταστράφηκαν. Από την μανία δεν γλύρωσαν ούτε τα νεκροταφεία που ανασκάφτηκαν και τα οστά των νεκρών πετάχτηκαν στους δρόμους. Κάπου 30 Έλληνες και ένας Αρμένιος σκοτώθηκαν και πολλοί ακόμα τραυματίστηκαν ως αποτέλεσμα ξυλοδαρμών και κακοποιήσεων, συμπεριλαμβανομένων και πολλών βιασμών. Συνθήματα όπως “θάνατος στους γκιούρηδες”, “κάτω η Ευρώπη”, “εμπρός προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη” ακούστηκαν στις διαδηλώσεις, ενδεικτικά των διαθέσεων των συμμετεχόντων.

Στην Ελλάδα, μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου 1955, οι έρευνες της αστυνομίας οδήγησαν στη σύλληψη δύο Τούρκων, του Oktay Engin, Τούρκου φοιτητή από τη δυτική Θράκη και του Hasan Uçar, που εργαζόταν στο τουρκικό προξενείο, ως υπαιτίους του εμπρησμού της οικίας του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Αν και προφυλακίστηκαν αρχικά, κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Τουρκία προτού το ελληνικό δικαστήριο τελεσιδικήσει, καταδικάζοντάς τους σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, με την Τουρκία να αρνείται να τους εκδώσει.

Στην Τουρκία, από την άλλη, κάπου 3.000 άτομα συνελήφθησαν για το πογκρόμ. Η οργάνωση Kibris Türktür Cemiyeti διαλύθηκε, όπως και 34 τουρκικά σωματεία, οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα που συμμετείχαν στην διοργάνωση του διωγμού. Όταν όμως οι έρευνες άρχισαν να αποκαλύπτουν συμμετοχή του βαθέως κράτους και των μυστικών υπηρεσιών, τότε ξαφνικά στράφηκαν προς τις τουρκικές κομμουνιστικές οργανώσεις, που στο εξής κατηγορήθηκαν ως υπαίτιες των γεγονότων.

Αν και αποδείχθηκε αργότερα ότι τα γεγονότα που προκάλεσαν το διωγμό ήταν προβοκάτσια των μυστικών υπηρεσιών και ιδίως του «Τακτικού Συγκροτήματος Κινητοποίησης», το τουρκικό παρακλάδι του δικτύου Gladio, που θα οργάνωνε αντίσταση σε περίπτωση κομμουνιστικής εισβολής και κατάληψης, ουδείς υψηλόβαθμος διώχτηκε άμεσα.

Τα γεγονότα οδήγησαν σε πόλωση μεταξύ του πρωθυπουργού Μεντερές και του αρχηγού της αντιπολίτευσης Ινονού, σταδιακά όμως ατόνησαν και μέχρι το 1957, όλοι οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε για τον μεσαιωνικού τύπου αυτό διωγμό, ενώ μόλις 60 εκατομμύρια λίρες αποδόθηκαν από τα τουρκικά δικαστήρια για αποζημιώσεις.

Πολλές λεπτομέρειες έγιναν αργότερα γνωστές, κατά το τουρκικό πραξικόπημα του 1960 και τις δίκες Τούρκων πολιτικών, όπου αρκετοί ήταν άμεσα γνώστες ή πρωτοστάτησαν στα γεγονότα. Τότε έγινε και δίκη για τα Σεπτεμβριανά, όπου καταδικάστηκαν ο τέως πρωθυπουργός Μεντερές και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού.

Έτσι ο διωγμός του 1955, γνωστός πλέον ως “Σεπτεμβριανά”, αποτέλεσε την χαριστική βολή στον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, που αποψιλώθηκε με την συντριπτική πλειονότητα να μεταναστεύει στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό για ασφάλεια. Έτσι στα επόμενα πέντε χρόνια η ελληνική κοινότητα μειώθηκε από 65.000 άτομα σε 49.000 με την έξοδο να συνεχίζεται.

 

Most Popular