Ο Ιούλιος Καίσαρας νικά τον στρατό των Τίτου Λαβιηνού και Πομπηίου του νεώτερου τερματίζοντας ουσιαστικά τον εμφύλιο πόλεμο. Τώρα, ο δρόμος να επιστρέψει στη Ρώμη θριαμβευτής είναι ανοιχτός. Θα ανακηρυχθεί Dictator (κατά λέξη: «καθοδηγητής») και Magistratus Extraordinarius («εξαιρετικός διαχειριστής»), ένα σκαλοπάτι κάτω από το λαομίσητο για τη Ρωμαϊκή Πολιτεία τίτλο του Βασιλέα (Rex).
Οι ρίζες του ρωμαϊκού εμφυλίου βρίσκονταν στην βαθιά διχασμένη κοινωνία και την αδυναμία της άρχουσας τάξης να εξελίξει το σύστημα εξουσίας, που διαιώνιζε τα προνόμια των ισχυρών, και τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα των κατώτερων τάξεων. Καθώς η ένταση έβραζε στην ρωμαϊκή κοινωνία, μια σειρά εμφυλίων συγκρούσεων ξέσπασαν, με μέλη της κατώτερης αριστοκρατίας να διεκδικούν το ρόλο του προστάτη των φτωχών πληβείων (Plebes) αλλά χωρίς αποτελέσματα.
Ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν μια περίπτωση τέτοιου στρατηγού, που χωρίς ιδιαίτερη περιουσία και στρατό, συμμάχησε με τον ισχυρό Πομπήιο τον Μεγάλο και ανέλαβε την αρχηγία μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης για να απωθήσει τους Γαλάτες από τα ρωμαϊκά σύνορα. Ξεπερνώντας τα όρια των αρμοδιοτήτων και των εντολών του, ο Καίσαρας πολέμησε επί 8 χρόνια στη Γαλατία φτάνοντας μέχρι τη (σημερινή) Ολλανδία και Βρετανία φέρνοντας νίκες, εδάφη, χρυσό και σκλάβους στη Ρώμη που διανέμονταν μεταξύ των πολιτών, κερδίζοντας την λαϊκή συμπάθεια αλλά ταυτόχρονα την αντιπάθεια της αριστοκρατίας (Patricii).
Οι τελευταίοι κατηγόρησαν τον Καίσαρα για προδοσία και ανυπακοή και τον κάλεσαν να επιστρέψει πάραυτα στη Ρώμη. Ο Καίσαρας επέστρεψε με τις λεγεώνες του, αφού η κατάκτηση και ειρήνευση της Γαλατίας είχε επιτευχθεί.
Παραβαίνοντας τον νόμο δεν διέλυσε τον στρατό του στον ποταμό Ρουβίκωνα, βαδίζοντας εντός της Ρώμης, υποχρεώνοντας τους αντιπάλους του -μεταξύ τους και τον ίδιο τον Πομπήιο- να διαφύγουν. Στα επόμενα χρόνια θα αναμετρηθούν αρκετές φορές. Ο Καίσαρας θα ηττηθεί στη μάχη του Δυρραχίου αλλά θα κερδίσει αποφασιστικά στη Φάρσαλο και ο Πομπήιος θα πεθάνει λίγο μετά.
Mετά από μερικές συγκρούσεις και ήττες της παράταξης των ακολούθων του Πομπηίου σε διάφορα θέατρα επιχειρήσεων, τη σκυτάλη θα πάρουν ο γιός του, Πομπήιος ο νεώτερος και ο Τίτος Λαβιηνός, πρώην σύντροφος του Καίσαρα στην εκστρατεία στη Γαλατία. Αυτοί θα συγκεντρώσουν 70 χιλιάδες περίπου άνδρες και θα ανασυνταχθούν στη νότια Ιβηρική, στην πεδιάδα της Μούνδας. Ο Καίσαρας, θα εκστρατεύσει προς συνάντησή τους με δύο μόνο λεγεώνες και θα στηριχθεί στις πιστές σε αυτόν δυνάμεις στην Ισπανία και στην στρατολόγηση και εκπαίδευση ντόπιων. Στις 17 Μαρτίου του 45 π.Χ. οι δύο αντίπαλοι θα συναντηθούν στο ανοιχτό πεδίο έξω από τα τείχη της Μούνδας.
Οι δυνάμεις του Καίσαρα ήταν πολύ λιγότερες, μόλις 40 περίπου χιλιάδες έναντι σχεδόν διπλασίων αντιπάλων και πολλοί από αυτούς ήταν αδοκίμαστοι στη μάχη. Από την άλλη, οι αντίπαλοι του Καίσαρα είχαν ηττηθεί πολλές φορές. Αρκετοί από τους στρατιώτες που υπηρετούσαν εκείνη τη μέρα υπό τα λάβαρα των Πομπηίων ανήκαν στις παλιές λεγεώνες του Πομπηίου του Μεγάλου, είχαν λιποτακτήσει από αυτόν και ενταχθεί στον στρατό του Καίσαρα και είχαν λιποτακτήσει ξανά για να επανενταχθούν στον στρατό του Πομπηίου. Θα πολεμούσαν με την απελπισία που δίνει ο τρόμος, γνωρίζοντας ότι ο Καίσαρας δεν θα τους συγχωρούσε. Ο Καίσαρας είπε πριν τη μάχη ότι είχε πολεμήσει πολλές φορές για τη νίκη αλλά εκείνη την ημέρα πολεμούσε για τη ζωή του.
Θέτοντας τον εαυτό του επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας των βετεράνων του, ο Καίσαρας επέπεσε βίαια πάνω στο αριστερό του αντιπάλου και πολέμησε με λύσσα. Πιεζόμενοι φριχτά, οι αντίπαλοί του απέσυραν δυνάμεις από το δεξιό τους για να ενισχύσουν το αριστερό. Εκείνη τη στιγμή διάλεξε ο βασιλιάς της Μαυριτανίας, φίλος του Καίσαρα, να επιτεθεί με το εξαιρετικό ιππικό του στο αποδυναμωμένο εχθρικό δεξιό, που παρά την πίεση, κράτησε.
Η μάχη διήρκεσε οκτώ σχεδόν ώρες και στο τέλος οι εξουθενωμένες δυνάμεις του Πομπηίου έσπασαν και οι στρατιώτες σκόρπισαν άτακτα αναζητώντας καταφύγιο στην ασφάλεια των τειχών. Ο Καίσαρας θα τους κυνηγήσει χωρίς οίκτο. Τριάντα χιλιάδες από αυτούς θα αφήσουν τα κόκκαλά τους στην ιβηρική πεδιάδα μαζί με χίλιους του Καίσαρα. Μεταξύ των νεκρών ήταν κι ο παλιός του φίλος και νυν αντίπαλος, Τίτος Λαβιηνός. Ο Καίσαρας θα αφήσει μια μικρή δύναμη να πολιορκεί την Μούνδα και θα εκστρατεύσει στην επαναστατημένη επαρχία φέρνοντάς τη με το μέρος του.
Η ήττα των δυνάμεων του Πομπηίου στην Μούνδα δεν ήταν η τελευταία μάχη του εμφυλίου αλλά σίγουρα έγειρε την πλάστιγγα οριστικά στο μέρος του Καίσαρα. Δεν ήταν, όμως, αυτό λόγος εφησυχασμού. Οι τύχες της Ρώμης άλλαζαν με τρομακτική ταχύτητα. Ένα έτος μετά, ο λαός της Ρώμης βρισκόταν σε αναβρασμό λόγω των κατακλυσμικών πολιτικών αλλαγών και η δολοφονία του Καίσαρα θα φέρει νέο κύκλο εμφυλίων συγκρούσεων, στρώνοντας το δρόμο για την οριστική κατάλυση της Ρωμαϊκής Πολιτείας (Res Publica) και την αρχή της Αυτοκρατορίας (Imperium Romanum).