Σήμερα είναι η συμβατική ημερομηνία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, εκεί που ο ενωμένος στόλος των νοτιοελληνικών πόλεων-κρατών αντιμετώπισε τον Περσικό. Αν και αποτελεί μοναδική στιγμή ελληνικής ομοψυχίας και πολεμικού θριάμβου, πολλά επεισόδια της ναυμαχίας παραμένουν στη σκιά. Έτσι, αντί να επαναλάβουμε την ιστορία, θα αναφερθούμε σε κάποια περιστατικά που συνέθεσαν το σκηνικό της σύγκρουσης:
1. Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, το αποκεφαλισμένο σώμα του Λεωνίδα μαζί με εκείνα των συμπολεμιστών του, Σπαρτιατών και Θεσπιέων, εκτέθηκε στο πέρασμα του Περσικού στρατού, ώστε όλοι να δουν το τέλος των εχθρών του Μεγάλου Βασιλέως. Τα κουφάρια των νεκρών Περσών «εξαφανίστηκαν» κατά το μεγαλύτερο μέρος τους για να μην πληγεί το ηθικό του στρατού. Οι Πέρσες αποδείχθηκαν πρωτοπόροι στην διαστρέβλωση των πολεμικών γεγονότων αλλά οι περισσότεροι δεν πείστηκαν.
2. Τρία γεγονότα σημαδεύουν την πορεία από τις Θερμοπύλες στη Σαλαμίνα. Ο Μηδισμός των Θηβών, η εκθεμελίωση των Πλαταιών για τον ρόλο που έπαιξαν στον Μαραθώνα δέκα χρόνια πριν και η εκκένωση των Αθηνών. Ειδικά, το τελευταίο είναι από τις πιο δραματικές στιγμές στην ιστορία των Μηδικών. Οι Αθηναίοι διάλεξαν αρχικά να υπερασπιστούν την πόλη τους. Ο Θεμιστοκλής διαφώνησε και προέβαλε τον παλιό χρησμό των «ξύλινων τειχών» που θα την έσωζαν. Ενώ επιφανείς Αθηναίοι κατάλαβαν το στρατηγικό νόημα του Θεμιστοκλή και το υποστήριξαν, αρκετοί ήταν αυτοί που επέμειναν να μείνουν. Τελικά, κάπου 250.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά με ελάχιστα υπάρχοντα εγκατέλειψαν την πόλη.
Η Αθήνα ήταν από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος και μαζί με τους δούλους είχε έναν τεράστιο πληθυσμό που δεν μετακινείτο εύκολα. Οι διαφωνούντες έμειναν πίσω και ενίσχυσαν τις άμυνες της Ακρόπολης για την τελευταία μάχη. Μαζί έμειναν οι ιερείς της πολιούχου Αθηνάς, που δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψουν το ναό και φτωχοί ή ασθενείς που δεν μπορούσαν να φύγουν. Οι Πέρσες εισήλθαν στην άδεια πόλη και άρχισαν να λεηλατούν και καταστρέφουν. Όταν αντελήφθησαν τους οχυρωμένους στην Ακρόπολη έγινε κανονική μάχη με πολλές επιθέσεις και αποκρούσεις, μέχρι που τοξότες από τον λόφο του Φιλοπάππου έριξαν φλεγόμενα βέλη στα ξύλινα τείχη και οι άμυνες κατέρρευσαν. Οι υπερασπιστές κατακρεουργήθηκαν αλλά η αντίσταση που προέβαλαν πιθανώς έσωσε τους τελευταίους Αθηναίους που εκκένωναν από την ακτή. Είναι οι αφανείς και μη αναγνωρισμένοι ήρωες της μάχης.
3. “Μάχη” στήθηκε και στο επιτελείο των συμμάχων. Η αρχιστρατηγία του στόλου και του στρατού ανήκε στο Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη. Ο Θεμιστοκλής ήταν υπόλογος σε αυτόν αλλά μιλούσε με την δύναμη των αριθμών. Από τα 375 πολεμικά πλοία, τα 180 ήταν αθηναϊκά. Οι Πελοποννήσιοι ήξεραν ότι χωρίς την Αθήνα ο ελληνικός στόλος ήταν πρακτικά χαμένος μπροστά στα 600 πολεμικά των Περσών. Η πρόταση του Θεμιστοκλή να μείνουν και να πολεμήσουν στη Σαλαμίνα απορρίφθηκε, ακόμα κι όταν απείλησε με αποχώρηση του αθηναϊκού στόλου και προσφυγή των πολιτών και στρατιωτών στη Σικελία. Τελικά, ο Θεμιστοκλής έστειλε κατασκόπους που έπεισαν τον Ξέρξη να κινηθεί άμεσα και να αποκλείσει τη Σαλαμίνα κι από τις δύο μεριές. Με την κίνηση αυτή, οι Έλληνες όφειλαν να πολεμήσουν επιτόπου και για τη ζωή τους. Αν έχαναν τη μάχη, όλα θα είχαν τελειώσει, ο στόλος θα καταστρεφόταν στο σύνολό του, ο αθηναϊκός πληθυσμός θα αφανιζόταν και η Ελλάδα θα έπεφτε ανυπεράσπιστη. Το ρίσκο ήταν απόλυτο.
4. Πριν αποχωρήσει από την Αττική ο Θεμιστοκλής έκανε κινήσεις ψυχολογικού πολέμου, καλώντας τους Έλληνες που υπηρετούσαν στο περσικό ναυτικό να αυτομολήσουν ή να αδρανήσουν. Τα μηνύματα αφέθηκαν σε μορφή επιγραφών σε κοινή θέα σε πολυσύχναστα σημεία (κρήνες κ.λπ). Οι Πέρσες δεν ήταν ναυτικός λαός. Είχαν κατασκευάσει το μεγαλύτερο ναυτικό του δυτικού ημισφαιρίου αλλά τα πληρώματά τους ήταν Αιγύπτιοι, Φοίνικες και Έλληνες της Ιωνίας. Με τα μηνύματα αυτά ο Θεμιστοκλής είτε θα πετύχαινε την αδράνεια έστω και μεμονωμένων πλοίων, που θα προκαλούσε αναστάτωση στις γραμμές του εχθρού ή θα έκανε τους Πέρσες καχύποπτους για τους Έλληνες υποτελείς τους, αφήνοντάς τους σε δεύτερη γραμμή.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι Έλληνες πραγματοποίησαν προσποιητή υποχώρηση παρασύροντας τους Πέρσες στα στενά της Σαλαμίνος, όπου μόνο περιορισμένος αριθμός πλοίων μπορούσε να μπει. Ισοφαρίζοντας έτσι τους αριθμούς, εκμεταλλεύτηκαν την ταχυκινησία και ευκινησία των ελληνικών τριήρεων, που επιτεινόταν από την κακή κατασκευή των περσικών πλοίων. Προορισμένα να μεταφέρουν ποσότητες εφοδίων και στρατού, τα πλοία βαθιάς καρίνας ήταν δύσκολο να ελιχθούν ενώ οι ισχυροί πλευρικοί άνεμοι του Σεπτεμβρίου επιδείνωναν το πρόβλημά τους. Παρόλα αυτά, 40 ελληνικά πλοία βυθίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν έναντι 200 με 300 περσικών.
Μετά τη σύγκρουση, ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Χωρίς στόλο για να προστατευτεί η γραμμή ανεφοδιασμού των Περσών, ο στρατός τους, που βασιζόταν σε ενισχύσεις και εφόδια από την Περσία και δεν μπορούσε να τραφεί από τη φτωχή ελληνική ύπαιθρο, θα λιμοκτονούσε το χειμώνα χάνοντας και τον πόλεμο και την αυτοκρατορία. Ο Ξέρξης άφησε τον γαμπρό του Μαρδόνιο να φυλά τις κατακτήσεις με 300.000 άνδρες και επέστρεψε με τους υπόλοιπους στην Ασία.
Οι Πέρσες εξεστράτευαν με τις γυναίκες και τους υπηρέτες τους, ώστε να μοιράζονται τη γη και να για εποικήσουν αμέσως τα κατακτημένα εδάφη. Εκεί μάλλον οφείλεται η διαφορά στους αριθμούς μεταξύ των ιστορικών. Ενώ το εκστρατευτικό σώμα λέγεται ότι ήταν 500-600.000 πολεμιστές, ο συνολικός αριθμός των ατόμων που ακολούθησαν τον Ξέρξη έφτανε τα 2,5 εκατομμύρια. Τελικά, οι 300.000 του Μαρδονίου αντιμετώπισαν πείνα και δυσεντερία και είχαν αποδυναμωθεί μέχρι την Άνοιξη στις Πλαταιές, όπου αντιμετώπισαν ξανά τους Έλληνες.