Ο Βοημούνδος του Τάραντα νικά τους Τούρκους του Σελτζουκικού σουλτανάτου της Ρούμελης κατά την προέλασή του προς την πόλη του Δορυλαίου. Πρόκειται για μια από τις μάχες που άνοιξαν την αυλαία της Πρώτης Σταυροφορίας στους Αγίους Τόπους.
Οι σταυροφόροι είχαν αφήσει πίσω τους τη βυζαντινή επικράτεια μετά την κατάληψη της Νικαίας, που οι Σελτζούκοι είχαν καταστήσει πρωτεύουσα του σουλτανάτου του Ρουμ. Η άφιξη των πρώτων σταυροφόρων στη βυζαντινή αυτοκρατορία το προηγούμενο έτος έκανε τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Α΄ Κομνηνό να τους αντιμετωπίσει με καχυποψία αλλά και πονηριά.
Γνωρίζοντας πως οι σταυροφόροι ήταν ικανοί πολεμιστές αλλά απείθαρχοι και ότι διέσχιζαν το βασίλειο για να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ, ήρθε σε συμφωνία μαζί τους. Βυζαντινά αυτοκρατορικά στρατεύματα συνόδευσαν τις ομάδες ενόπλων μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αλέξιος τους πρότεινε κάθε διευκόλυνση αν πολεμούσαν τους Σελτζούκους στο δρόμο τους προς τους Αγίους Τόπους. Όσα εδάφη καταλάμβαναν, θα τα άφηναν σε βυζαντινά χέρια με αντάλλαγμα τροφή, υποστήριξη και όσα λάφυρα μπορούσαν να κουβαλήσουν.

Το σχέδιο πέτυχε, με τους Βυζαντινούς να κερδίζουν τον πόλεμο κατά των Σελτζούκων με “ξένο αίμα”. Η πρώτη άφιξη ενόπλων σταυροφόρων στα περίχωρα της Νίκαιας έγινε ανοργάνωτα και χωρίς την παρουσία ευγενών. Ήταν η πρώτη “λαϊκή σταυροφορία”, ιδεολόγων αλλά άπειρων σε τακτική και στρατηγική πολεμιστών, που αφού λεηλάτησαν τη χώρα γύρω από τα τείχη, διαλύθηκαν με μεγάλες απώλειες από τους Τούρκους.
Έτσι, η άφιξη το επόμενο έτος νέων δυνάμεων, υπό τον Βοημούνδο, τον Ραϋμούνδο της Τουλούζης, τον επίσκοπο της Πουί Αντζεμάρ και άλλους, αντιμετωπίστηκε από τους Σελτζούκους μάλλον αψήφιστα αλλά μέσα σε ένα μήνα η Νίκαια έπεσε και οι Βυζαντινοί ανέλαβαν αμέσως τον έλεγχό της. Χολωμένοι για τους όρους της συμφωνίας, οι σταυροφόροι άφησαν πίσω τους την πόλη προχωρώντας βαθύτερα στην Ανατολία.
Αν και είχαν πληροφορηθεί για την πρόθεση των Τούρκων να τους επιτεθούν και παρατήρησαν τους ελαφρούς ιππείς που τους παρακολουθούσαν διακριτικά, οι σταυροφόροι αιφνιδιάστηκαν από την ορμητική επίθεση του σελτζουκικού ιππικού και υπέμειναν μέχρι το μεσημέρι τον καταιγισμό βελών από τους ιπποτοξότες. Πάνω από 4.000 σκοτώθηκαν στη μάχη, κυρίως βοηθητικοί και αθωράκιστοι ή ελαφρά οπλισμένοι πεζοί, με τους μισούς από τους Τουρκομάνους ιπποτοξότες.
Κατά το απόγευμα, νέα τμήματα σταυροφόρων της οπισθοφυλακής κατάφεραν πολεμώντας να συνενωθούν με τον Βοημούνδο και μαζί σχημάτισαν μια “θωρακισμένη” γραμμή που κινήθηκε συντεταγμένα, σαρώνοντας τους ελαφρύτερα εξοπλισμένους Σελτζούκους. Την ίδια στιγμή, η δύναμη του επισκόπου Αντζεμάρ επιτέθηκε στους Τούρκους από τα νώτα, διαλυοντάς τους και ωθώντας τους να βρουν σωτηρία στη φυγή.

Οι σταυροφόροι κατόρθωσαν κυριολεκτικά να αρπάξουν τη νίκη την τελευταία στιγμή και κατέλαβαν το εχθρικό στρατόπεδο και τον θησαυρό του σουλτάνου, Κιλίτζ Ασλάν. Ο τελευταίος συγκέντρωσε σταδιακά όσες δυνάμεις μπορούσε και τα ελληνόπουλα της περιοχής και αποσύρθηκε στα βάθη του βασιλείου του. Οι σταυροφόροι προέλασαν σχεδόν ανενόχλητοι ως την Αντιόχεια, την οποία έθεσαν σε πολιορκία ενώ οι Βυζαντινοί, έχοντας κατορθώσει να απομακρύνουν τους Τούρκους και τους Ευρωπαίους από τα εδάφη τους, ανακατέλαβαν τις πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Προποντίδος.

