Δυνάμεις τoυ σoυλτάνoυ Σoυλεϊμάν τoυ Μεγαλoπρεπoύς κατoρθώνoυν να διασπάσουν τα τείχη της πόλης τoυ Βελιγραδίoυ και να τη λεηλατήσoυν.
Είναι η εποχή των μεγάλων Οθωμανικών κατακτήσεων στον βαλκανικό χώρο και η πόλη, που τότε ανήκε στο ισχυρό βασίλειο της Ουγγαρίας, ήλεγχε τον δρόμο προς την κεντρική Ευρώπη και θα αποτελούσε ισχυρό προπύργιο για τους επερχόμενους πολέμους.
Το 1520, ο Σουλεϊμάν διαδέχθηκε στο θρόνο των Οθωμανών τον πατέρα του, σουλτάνο Σελίμ τον 1ο, ως ο 10ος σουλτάνος των Οθωμανών Τούρκων και αμέσως έστειλε επιστολές σε φίλους και υποτελείς απαιτώντας να τον αναγνωρίσουν ως νέο τους μονάρχη. Αφού κατέστειλε μια στάση του Μαμελούκου κυβερνήτη της Δαμασκού το 1521, η προσοχή του νέου σουλτάνου στράφηκε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στον βασιλέα της Ουγγαρίας, που και αυτός είχε αψηφήσει το μήνυμα του νέου σουλτάνου και αρνήθηκε να στείλει δήλωση υποτέλειας. Ενισχυμένος από την νίκη των δυνάμεών του στην περιοχή της Δαμασκού και του Λεβάντε, ο Σουλεϊμάν αποφάσισε πως η προσβολή του Ούγγρου βασιλέα, ήταν πολύ σοβαρή για να την αγνοήσει. Σταμάτησε αμέσως τις προετοιμασίες να εισβάλει στη Ρόδο και άρχισε να συγκεντρώνει στρατό και στόλο με στόχο μια τιμωρητική εκστρατεία στην καρδιά της Ουγγαρίας.

Η Ουγγαρία έστεκε ακόμα ως προπύργιο της χριστιανικής Ευρώπης στη Βαλκανική χερσόνησο. Μαζί με το μικρότερο βασίλειο της Βλαχίας, ανατολικά της, αποτελούσαν τον τελευταίο προμαχώνα πριν την αυστριακή πρωτεύουσα της Βιέννης. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λουδοβίκος (Λάγιος) ο 2ος μπορεί να μην είχε το σθένος των προκατόχων του αλλά δεν του έλειπε το θάρρος. Η Ουγγαρία, έχοντας ανακτήσει την πόλη του Βελιγραδίου από το βραχύβιο Δεσποτάτο της Σερβίας το 1427, προσπάθησε να αντισταθεί στις διεκδικήσεις τόσο των Οθωμανών στο Νότο, όσο και των Αυστριακών στο Βορρά. Πηγές λένε πως όταν ο εκπρόσωπος του Σουλεϊμάν έφτασε μπροστά στον Λουδοβίκο τον 2ο απαιτώντας φόρο και δήλωση υποτέλειας στο πρόσωπο του νέου σουλτάνου, ο Ούγγρος βασιλιάς όχι απλά αρνήθηκε αλλά και κακοποίησε τον εκμουσουλμανισμένο Ούγγρο απεσταλμένο διατάσσοντας να καρφώσουν το τουρμπάνι του στο κρανίο του. Η τελευταία αυτή ιστορία ανήκει μάλλον στη σφαίρα του μύθου αλλά δηλώνει πόσο αμετάκλητα ο νέος Ούγγρος βασιλιάς ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί, υπολογίζοντας ασφαλώς στη βοήθεια του Πάπα και των χριστιανών ηγεμόνων.

Τον Μάιο του 1521, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο 1ος (γνωστός ως ο “Νομοθέτης” ή ο “Μεγαλοπρεπής”), αποφάσισε να βαδίσει επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού 250.000 ανδρών και 100 ποταμόπλοιων για να τιμωρήσει την Ουγγαρία. Δυο επιλογές απλώθηκαν μπροστά του: ο Πιρί Μεχμέτ πασά, πρότεινε ως στόχο της εκστρατείας το Βελιγράδι, μια πόλη στις όχθες του Δούναβη που οι Οθωμανοί είχαν προσπαθήσει να κυριεύσουν άλλες δυο φορές μέσα σε έναν αιώνα, το 1440 και το 1456, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Σουλεϊμάν διασκέδασε προς στιγμήν με την ιδέα να κυριεύσει το Βελιγράδι, την “λευκή πόλη”, εκει που ο πρόγονός του, Μωάμεθ ο 2ος ο “Πορθητής” είχε αποτύχει. Πέρα από λόγους γοήτρου, ο Μεχμέτ πασάς υπολόγιζε στο Βελιγράδι ως βάση ανεφοδιασμού για περαιτέρω επιχειρήσεις βαθύτερα στην ουγγρική ενδοχώρα, προς την πρωτεύουσά της Βούδα. Αντίθετα, ο μπεϋλέμπεης Χαΐντ Αχμέτ πασά προέκρινε την πόλη της Σαμπάκ, έναν σαφώς πιο εύκολο στόχο. Στη συνέχεια, ο Οθωμανικός στρατός θα μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό Σαβά και να χτυπήσει άμεσα τη Βούδα.
Η επιρροή του μπεϋλέρμπεη Αχμέτ για μια γρήγορη νίκη έδειξε αρχικά να επικρατεί, με τον Πιρί Μεχμέτ να λαμβάνει ένα τμήμα του στρατού και να κινείται προς το κάστρο του Ζεμούν κοντά στο Βελιγράδι σαν αντιπερισμασμός ενώ οι κύριες δυνάμεις υπό τον Χαΐντ Αχμέτ θα κατασκεύαζαν μια γέφυρα πάνω από τον ποταμό Σαβά για να ξεχυθούν προς τις ουγγρικές πεδιάδες. Οι δύο Οθωμανοί αξιωματούχοι συνέχισαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους παρασκηνιακά (ο Χαΐντ Αχμέτ θα διαδραματίσει τελικά κομβικό ρόλο στον παραγκωνισμό και τελικά στην έκπτωση και δολοφονία του Πιρί Μεχμέτ) αλλά μια ξαφνική υπερχείλιση του ποταμού Σαβά κατέστρεψε τη γέφυρα και “βάλτωσε” τα σχέδια του Χαΐντ Αχμέτ. Ο Σουλεϊμάν αποφάσισε να μετακινήσει το βάρος της προσπάθειάς του στο Βελιγράδι.

Τελικά, στα μέσα Ιουλίου του 1521, ο Οθωμανικός στρατός υπό τον Πιρί Μεχμέτ πασά έφτασε στα περίχωρα του Βελιγραδίου και ξεκίνησε να περιχαρακώνει την πόλη, κατασκευάζοντας προμαχώνες και στήνοντας θέσεις πυροβολικού, ένα όπλο κομβικής σημασίας για τις τακτικές πολιορκίας των Οθωμανών. Λίγο μετά κατέφθασε κι ο ίδιος ο σουλτάνος Σουλεϊμάν με τον κύριο όγκο του στρατού, ενώ κωπήλατες κανονιοφόροι απέκοψαν την επικοινωνία της πόλης και από το Δούναβη ολοκληρώνοντας την κύκλωσή της. Συνολικά, 100 χιλιάδες Οθωμανοί άτακτοι, σπαχήδες, Γενίτσαροι, σύμμαχοι, ναύτες και βοηθητικοί ήταν έτοιμοι να επιπέσουν στις άμυνες της πόλης. Η φρουρά του Βελιγραδίου αριθμούσε μόλις 700 άνδρες ενώ ο διοικητής, προσπάθησε απεγνωσμένα να οργανώσει τον τοπικό πληθυσμό σε βοηθητικά καθήκοντα. Μηνύματα για ενισχύσεις στάλθηκαν αλλά ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και η διάθεση των γειτονικών κρατών ήταν μικρή. Ο Ούγγρος βασιλιάς μπορούσε να υπολογίσει μόνο σε 3.000 άνδρες από τον Φερδινάνδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, 2.000 πεζούς και 500 ιππείς από τον βασιλιά της Πολωνίας Σιγισμούνδο ενώ η Βενετία συνεισέφερε 24.000 χρυσά νομίσματα. Μεγαλύτερες δυνάμεις συγκέντρωναν σταδιακά οι αριστοκράτες των ουγγρικών επαρχιών αλλά όλοι έβλεπαν πως μέχρι να φτάσουν θα ήταν πολύ αργά.

Στις 2 Αυγούστου, ο βομβαρδισμός ξεκίνησε ταυτόχρονα από ξηρά και πλοία. Τα τείχη της πόλης καταστρέφονταν και κατέρρεαν αλλά οι πολιορκούμενοι καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια κατόρθωναν να τα επιδιορθώσουν. Με τολμηρές νυχτερινές επιδρομές, όταν ο εχθρός ξεκουραζόταν, ομάδες πολιορκουμένων ανατίναζαν λαγούμια και κατέστρεφαν πυροβόλα καρφώνοντας καρφιά στις οπές των φυτιλιών. Με όποιο μέσο μπορούσαν προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο κάνοντας τους ατάκτους Βαζιβουζούκους και τους Γενιτσάρους να πληρώσουν ακριβά σε αίμα. Σταδιακά, όμως, οι αντιστάσεις κατέρρεαν. Στις 8 Αυγούστου, οι Οθωμανοί διέρρηξαν τα τείχη και ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη, όπου έλαβαν χώρα αιματηρές οδομαχίες. Μέχρι το βράδυ, οι πολιορκούμενοι κλείστηκαν στην ακρόπολη του Βελιγραδίου. Ένας νέος κύκλος πολιορκίας ξεκίνησε με κανονιοβολισμούς σε μικρές αποστάσεις, υπονομεύσεις τειχών και μάχες σώμα με σώμα.

Στις 16 Αυγούστου, με προδοσία, όπως πολλοί λένε, οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να παραβιάσουν κάποιες εισόδους και να φτάσουν στην εσωτερική αγορά του κάστρου. Με τους λιγοστούς πλέον υπερασπιστές του να έχουν ξεμείνει από τροφές και νερό, απέκρουσαν μια τελευταία μεγάλη έφοδο στις 26 Αυγούστου αλλά η ανατίναξη ενός υπονόμου την επομένη άνοιξε διάπλατα τις άμυνες και οι Οθωμανοί ξεχύθηκαν στον περίβολο. Οι λίγοι επιζώντες κλείστηκαν στον τελευταίο πύργο χωρίς πια να έχουν ούτε καν πυρίτιδα για τα όπλα τους. Στη φάση αυτή, οι διαπραγματεύσεις ήταν η μόνη επιλογή. Ο Σουλεϊμάν τους δέχτηκε με σεβασμό για τον ηρωισμό τους. Τους πρότεινε να τους επιτρέψει να ζήσουν αν άλλαζαν την πίστη προς το Ισλάμ και εντάσσονταν στον στρατό του. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, τους μετέφερε στην άλλη όχθη του Δουνάβεως και οι στρατιώτες του τους κύκλωσαν και τους μακέλεψαν όλους. Οι τελευταίοι επιζώντες κάτοικοι του Βελιγραδίου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

Η εκστρατεία κατά της Ουγγαρίας απέδωσε στον Σουλεϊμάν το έπαθλο που ζητούσε, παίρνοντας την πόλη που ο μεγάλος σουλτάνος Μωάμεθ ο “Πορθητής” απέτυχε. Με την απώλεια του Βελιγραδίου, οι πύλες της Ουγγαρίας είχαν ανοίξει διάπλατα αλλά οι απώλειες και η φθορά του Οθωμανικού στρατού ήταν τέτοια που ο σουλτάνος τερμάτισε την εκστρατεία στρέφοντας την προσοχή του προς τη Ρόδο, που κατέλαβε το επόμενο έτος (1522). Το 1526, ο Σουλεϊμάν θα εκστρατεύσει ξανά με εφαλτήριο το Βελιγράδι κατά της καρδιάς της Ουγγαρίας συντρίβοντας τις δυνάμεις του βασιλιά Λουδοβίκου στο Mohács. Η πόλη τoυ Βελιγραδίoυ θα ανακαταληφθεί από τoν Μαξιμιλιανό, δoύκα της Βαυαρίας τo 1688, θα πέσει ξανά στα χέρια των Οθωμανών δυo χρόνια μετά και θα ανακτηθεί oριστικά τα 1717 από τoν Ευγένιo της Σαβoΐας. Θα πέσει στα χέρια των Τoύρκων άλλες δύo φoρές στoν 18o αιώνα πριν γίνει oριστικά πρωτεύoυσα τoυ νέoυ Σερβικoύ κράτoυς.

