Σε μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες του Αγγλικού Εμφυλίου, οι Κοινοβουλευτικοί κατανικούν τον βασιλικό στρατό και τον εκδιώκουν από τον αγγλικό Βορρά, προπύργιο υποστηρικτών του και δεξαμενή στρατολόγησης στρατιωτών.
Στα 1643, o Αγγλικός Εμφύλιος βρισκόταν στο δεύτερο έτος του και το έπαθλο ήταν η σημαντική πόλη της Υόρκης. Την πόλη, που ήλεγχε τον Βορρά και τις προσβάσεις προς τη Σκωτία, υπεράσπιζε ο βασιλόφρων μαρκήσιος του Νιουκάσλ, Γουίλιαμ Κάβεντις, ο οποίος το προηγούμενο έτος νίκησε τις δυνάμεις των Κοινοβουλευτικών υπό τον λόρδο Φέρδιναντ Φαίρφαξ και κυριάρχησε στην ευρύτερη περιοχή, με εξαίρεση κάποιες βιοτεχνικές περιοχές που υποστήριζαν ακόμα το Κοινοβούλιο.
Στα τέλη του χρόνου, η διαμάχη επεκτάθηκε πέρα από την Αγγλία και την Ουαλλία καλύπτοντας σχεδόν όλο το βασίλειο. Σε μια προσπάθεια να τελειώσει την επανάσταση εναντίον του, ο βασιλιάς Κάρολος ο 1ος συνήψε ειρήνη με την Ιρλανδία, που βρισκόταν σε κατάσταση μόνιμης σχεδόν επανάστασης.
Σε μια τολμηρή κίνηση ο Κάρολος παρείχε δικαιώματα στην Ιρλανδία που ισοδυναμούσαν με μια “σχεδόν ανεξαρτησία”, κάτι λιγότερο από απόσχιση από το βασίλειό του, με αντάλλαγμα την ουδετερότητά της. Τα αγγλικά βασιλικά στρατεύματα που ήταν εκεί επέστρεψαν στην Αγγλία και ενίσχυσαν τις δυνάμεις του. Σε αντιστάθμισμα, οι Κοινοβουλευτικοί ήρθαν σε συμφωνία με τους Πρεσβυτεριανούς της Σκωτίας που πήραν το μέρος τους και με έναν στρατό 16.000 ανδρών βάδισαν νότια, προς την Υόρκη.
Την ίδια στιγμή, ο λόρδος Φαίρφαξ με νέες δυνάμεις ανδρών πολιόρκησε την Υόρκη από το Νότο. Οι δυνάμεις του ενισχύθηκαν σύντομα με 7.000 άνδρες του δούκα του Μάντσεστερ ανεβάζοντας τις δυνάμεις τους σε 28.000. Έναντι αυτών, ο μαρκήσιος Νιούκασλ αντιπαρέτασσε μια φρουρά 4.500 πεζών και 300 ιππέων.
Καθώς οι Κοινοβουλευτικοί πολιορκούσαν την Υόρκη, ο ανηψιός του βασιλιά, πρίγκηπας Ρούπερτ του Ρήνου, ο ικανότερος και ορμητικότερος ηγέτης στην Αγγλία, έκανε μια αστραπιαία πορεία συγκεντρώνοντας όσες δυνάμεις μπορούσε και στρατολογώντας νέους άνδρες από τις περιοχές που διέσχιζε. Φτάνοντας στην Υόρκη είχε 2.000 ιππείς και 6.000 πεζούς. Με τη δύναμη αυτή διασκόρπισε τους Σκωτσέζους που εγκατέλειψαν την επιχείρηση και κύκλωσε τους «στρογγυλοκέφαλους», όπως λέγονταν περιφρονητικά οι κοινοβουλευτικοί, για να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν την πολιορκία.
Οι τελευταίοι ελίχθηκαν για να τον αντιμετωπίσουν σε ένα βάλτο έξω από την πόλη, τον Marston Moor, έχοντας εμπιστοσύνη στους ανώτερους αριθμούς τους. Η μάχη διεξήχθη αργά το απόγευμα: οι δυνάμεις των βασιλοφρόνων δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν όλη τη δύναμή τους από αντιπάθειες προς τον υπερφίαλο Ρούπερτ και από διαμαρτυρίες των στρατιωτών για τους μη καταβληθέντες μισθούς. Οι Κοινοβουλευτικοί μπόρεσαν να συγκεντρώσουν αρκετούς από τους Πρεσβυτεριανούς Σκωτσέζους και να πυκνώσουν τις τάξεις τους αλλά χωρίς να έχουν συνοχή.
Μια ανταλλαγή πυρών του πρωτόγονου και τραγικά άστοχου πυροβολικού ξεκίνησε μεταξύ των δύο στρατών, αλλά με το σκοτάδι να αρχίζει να πέφτει και μια καλοκαιρινή βροχή να μουσκεύει τα πάντα, πολλοί στρατιώτες άφησαν το πόστο τους για να ετοιμάσουν το βραδυνό τους σίγουροι πως η μάχη θα γινόταν την επομένη. Τότε, ένας Σκωτσέζος ευγενής πρόσεξε την διάλυση των γραμμών του εχθρού και ξεσήκωσε τους άνδρες του σε μια ξαφνική και θυελλώδη επίθεση.
Η επίθεσή του αιφνιδίασε τόσο τους βασιλόφρονες που προσπάθησαν να αντιδράσουν, όσο και τους συμμάχους του Κοινοβουλευτικούς που δεν ήταν έτοιμοι να τον υποστηρίξουν. Από τις 7μιση το απόγευμα και μετά μια σειρά από συγκεχυμένες τοπικές μικροσυγκρούσεις έλαβαν χώρα, χωρίς καμιά παράταξη να πλεονεκτεί.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας αξιωματικός του ιππικού των κοινοβουλευτικών, ο Όλιβερ Κρόμγουελ, κατόρθωσε να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα απωθώντας το βασιλικό ιππικό και μαζί με τους Σκωτσέζους να εξαπολύσει γενική έφοδο, που οδήγησε τους βασιλόφρονες σε υποχώρηση. Οι τελευταίοι θα εξασθενούν συνεχώς στο εξής, ενώ αντιστρόφως ανάλογη θα είναι η πορεία του Κρόμγουελ, που θα φτάσει στα επόμενα χρόνια στο ύπατο αξίωμα του Λόρδου Προστάτη.