Ο νεοδιορισθείς αρχιστράτηγος του ρωσικού στρατού, Μιχάηλ Κουτούζοφ, προσπαθεί να ανακόψει την πορεία της Μεγάλης Στρατιάς του Nαπολέοντα προς τη Μόσχα.
Μέχρι τότε, η στρατηγική του ρωσικού στρατού είχε καταστρωθεί από τον στρατηγό Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ (σκωτικής καταγωγής), που ακολουθούσε την οδό της τακτικής υποχώρησης και της “καμένης γης”, διατηρώντας την ακεραιότητα του στρατού και τραβώντας τα γαλλικά στρατεύματα μακρυά από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους, βαθιά στο ρωσικό έδαφος.
Η απώλεια, όμως τόσων εδαφών χωρίς σοβαρή μάχη έκανε τον τσάρο Αλέξανδρο τον 1ο να αντικαταστήσει τον εμπνευστή της στρατηγικής, με τον γηραιό Κουτούζοφ, βετεράνο των εκστατειών κατά των Τούρκων και του Αούστερλιτς. Ο τελευταίος συγκέντρωσε 160.000 άνδρες και 624 πυροβόλα και οχύρωσε καλά το χωριό Μποροντίνο, 110 χιλιόμετρα δυτικά της Μόσχας, σκάβοντας χαρακώματα, κανονιοστάσια και αναχώματα. Χώρισε τον στρατό του σε 3 διοικήσεις υπό τους στρατηγούς ντε Τόλλυ, Ραγιέβσκυ και Μπαγκρατιόν και ανέμενε την άφιξη των 190.000 ανδρών της Μεγάλης γαλλικής Στρατιάς.
Της μάχης του Μποροντίνο, προηγήθηκε εκείνη του οχυρωμένου χωριού Σεβαρντινό στις 7 Σεπτεμβρίου, από την προφυλακή του Γάλλου στρατάρχη Ιωακείμ Μυρά, βασιλέα της Νεάπολης. Οι δυνάμεις του συγκρούστηκαν βίαια με τους Ρώσους και με τις δύο πλευρές να υπομένουν μεγάλες απώλειες σε ένα στενό μέτωπο. Οι Ρώσοι είχαν περισσότερες, αν και αμυνόμενοι. Τελικά, προς το απόγευμα, με το γαλλικό 4ο Σώμα Στρατού του Ευγενίου ντε Μποαρνέ να πλησιάζει, οι Ρώσοι απεμπλέκηκαν και υποχώρησαν στα χαρακώματα του Μποροντίνο.
Ο κανονιοβολισμός των οχυρωμένων θέσεων των Ρώσων στο Μποροντίνο ξεκίνησε στις 06:00 την επομένη, με τους Γάλλους να στρέφουν 102 πυροβόλα κατά του ρωσικού αριστερού, που υπεράσπιζε ο πρίγκηπας Μπαγκρατιόν. Οι θέσεις του ήταν οι ασθενέστερες, καθώς ο Κουτούζοφ, αναμένοντας αντιπερισπασμό και επίθεση από τη δεξιά πτέρυγα από τον ίδιο τον Ναπολέοντα, ενίσχυσε την εκεί στρατιά του ντε Τόλλυ. Οι θέσεις των Ρώσων χάθηκαν, μόνο και μόνο για να επανακαταληφθούν, με τους Γάλλους να επιστρέφουν ξανά και τους Ρώσους να αντεπιτίθενται. Ο ντε Τόλλυ, παρά την έχθρα που είχε με τον Μπαγκρατιόν, έστειλε ισχυρές ενισχύσεις για να τον στηρίξει.
Επτά φορές επιτέθηκαν και κατέλαβαν οι Γάλλοι τις θέσεις των Ρώσων και επτά φορές οι Ρώσοι αντεπιτέθηκαν και τους γύρισαν πίσω. Στην 7η, οι εξαντλημένοι Ρώσοι οδηγήθηκαν στην αντεπίθεση με κεφαλή τον ίδιο τον πρίγκηπα Μπαγκρατιόν. Κατά τη διάρκεια της εφόδου, μια εγκαιροφλεγής βολίδα τον τραυμάτισε βαριά, οπότε η επίθεση σταμάτησε και ο Μπαγκρατιόν μεταφέρθηκε εκτός πεδίου της μάχης για να μην επιστρέψει ποτέ.
Στο μεταξύ, η εξέλιξη της μάχης πέρασε στο ρωσικό κέντρο, που υπερασπιζόταν ο στρατηγός Ραγιέβσκυ. Παρά το πείσμα των Ρώσων, οι Γάλλοι κατόρθωσαν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους από τα οχυρωματικά έργα και να καταλάβουν το Μποροντίνο. Οι Ρώσοι αντεπιτέθηκαν αλλά οι Γάλλοι άντεξαν και με την άφιξη νέων ενισχύσεων κατόρθωσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους αλλά όχι να εκριζώσουν τον εχθρό. Νέες αντεπιθέσεις συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
Η μάχη ήταν η σκληρότερη και πιο αιματηρή των ναπολεοντείων πολέμων. Περί τους 70.000 άνδρες και από τις δύο παρατάξεις σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Τελικά, μετά από πολλές επιθέσεις και αντεπιθέσεις ειδικά κατά του ρωσικού αριστερού, που ήταν πιο ευάλωτο, η παράταξη διασπάστηκε αργά το απόγευμα στον προμαχώνα του Ραγιέβσκυ. Ο Ναπολέων ετοιμάστηκε να εμπλέξει την παλιά φρουρά αλλά οι βαριές απώλειες της ημέρας και μια θυελλώδης επιδρομή των Κοζάκων στα νώτα του, τον έκαναν να αλλάξει γνώμη χάνοντας για πολλούς την ευκαιρία να κερδίσει την εκστρατεία. Οι Ρώσοι αποσύρθηκαν μέσα στη νύχτα αφήνοντας τον δρόμο ανοιχτό για τη Μόσχα αλλά ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα.