Απαγχονίζεται στην Κωνσταντινούπολη μετά από βασανιστήρια και εξευτελισμούς ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο 5ος.
Γεννημένος στη Δημητσάνα Αρκαδίας ο φιλομαθής Γεώργιος Αγγελόπουλος σπούδασε στην Ευαγγελική σχολή Σμύρνης και μόνασε στις Στροφάδες Ζακύνθου με το όνομα Γρηγόριος. Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στην σχολή της Πάτμου και ανήλθε στην ιεραρχία φτάνοντας στο αξίωμα του μητροπολίτη Σμύρνης. Εξελέγη τρείς φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, το 1797, το 1806 και το 1818 με τις δύο φορές να παραιτείται κατόπιν πιέσεων από τους συνιεράρχες του και από απαίτηση των τουρκικών αρχών. Ήταν άνθρωπος με βαθιά μόρφωση και πνεύμα αλλά συντηρητική φύση. Αδιαμφισβήτητα πατριώτης απέρριπτε ωστόσο τον γαλλικό και κατά συνέπεια και τον ελληνικό Διαφωτισμό, ως τάσεις χρήσιμες αλλά αντιθετικές του χριστιανικού πνεύματος, που ο ίδιος θεωρούσε βαθειά και πολλαπλά συνδεδεμένο με την ρωμαίικη παράδοση.
Το 1818 λίγο πριν την κλήση του στον πατριαρχικό θρόνο, δέχτηκε την επίσκεψη του Κοζανίτη οπλαρχηγού και Φιλικού Ιωάννη Φαρμάκη, από τον οποίο έμαθε για τη Φιλική Εταιρία και την σχεδιαζόμενη επανάσταση. Αν και έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, αρνήθηκε να ενταχθεί στην Εταιρία καθώς ο όρκος σε αυτήν ερχόταν σε αντίθεση με τον μοναχικό του όρκο.
Με την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ο Γρηγόριος ένιωσε αμέσως την πίεση και καχυποψία των οθωμανικών αρχών που τον θεώρησαν υπεύθυνο. Εξέδωσε αφοριστικό έγγραφο με την πίεση των οθωμανικών αρχών και αυτό έγινε αντιληπτό από τις ηγετικές μορφές της επανάστασης (Υψηλάντης και Κολοκοτρώνης), που το θεώρησαν εξαρχής προϊόν πολιτικής πίεσης, όσο κι αν ξάφνιασε τους περισσότερους.
Η έκρηξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο ήταν η καταδίκη του. Σε μια κίνηση τρομοκρατίας και υψηλού συμβολισμού προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς (ο Πατριάρχης ήταν κεφαλή του Μιλλέτ των Χριστιανών σύμφωνα με την Οθωμανική τάξη), ο Γρηγόριος κηρύχθηκε έκπτωτος από τον Σουλτάνο ως «ανάξιος (…) αγνώμων (…) και άπιστος», συνελήφθη, βασανίστηκε, κρεμάστηκε επιδεικτικά στην μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου (που παραμένει σφραγισμένη ως σήμερα) για τρείς μέρες και κατόπιν το πτώμα του αγοράστηκε από τους Εβραίους της Πόλης, σύρθηκε στους δρόμους και πετάχτηκε στο Βόσπορο. Ο καπετάνιος του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος», Μαρίνος Σκλάβος από την Κεφαλονιά, το ανακάλυψε τρείς μέρες μετά και το ανέσυρε. Τάφηκε στην Οδησσό και το 1871 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, στη Μητρόπολη. Αγιοποιήθηκε το 1921 στην εκατονταετηρίδα της επαναστάσεως.