Το επιβλητικό και στρατηγικής σημασίας κάστρο του Ακροκορίνθου παραδίδεται στους Έλληνες επαναστάτες υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Πρόκειται για τη δεύτερη προσπάθεια κατάληψης του σημαντικού κάστρου, που άνοιγε την πόρτα για την απελευθέρωση της Κορίνθου και έφραζε την πρόσβαση προς τον Μωριά.
Ο Ακροκόρινθος, ήταν ένα ενετικό κάστρο (αν και οι αρχικές οχυρώσεις χρονολογούνται από τον 7ο π.Χ. αιώνα) ικανό να αντέξει μακρές πολιορκίες. Είχε προβλέψεις στη σχεδίασή του για αντοχή σε πυρά σύγχρονου πυροβολικού και ικανότητα να προτάξει άμυνα σε περίπτωση κατάληψης τμήματος των τειχών του. Η τοποθεσία του στην κορυφή του απόκρημνου λόφου πάνω από την πόλη της Κορίνθου έκανε ακόμα πιο δύσκολη την πρόσβαση σε αυτό. Από το 1715, οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει το φρούριο και εκδιώξει τους Ενετούς, καθιστώντας το ασφαλές καταφύγιο για τους αξιωματούχους και προύχοντες της πόλης.
Τον Μάιο του 1821, με τους προεστούς της περιοχής της Κορινθίας να κωλυσιεργούν για δύο μήνες διστάζοντας να ξεσηκωθούν, την πρωτοβουλία ανέλαβε ο Παπαφλέσσας, που με σώματα παλικαριών σάρωσε τα χωριά της περιοχής εκδιώκοντας τους Τούρκους και στρατολογώντας πολλούς στον Αγώνα.
Οι Τούρκοι κατέφυγαν στην Κόρινθο και οι σημαντικότεροι άρχοντες κλείστηκαν στον Ακροκόρινθο με τη φρουρά, όπου τους πολιόρκησαν οι Έλληνες. Ενθουσιώδεις αλλά ελάχιστα προετοιμασμένοι και ικανοί να προτάξουν μακρά πολιορκία, οι Έλληνες διασκορπίστηκαν, όταν ο Κιουταχής έστειλε ένα σώμα 5.000 ανδρών με τον Κεχαγιάμπεη στην περιοχή.
Ο Παπαφλέσσας φεύγοντας κατέκαψε τα τουρκικά τζαμιά και σπίτια μαζί με το αρχοντικό του Κιαμήλ Μπέη, διοικητή της Κορίνθου, ο οποίος απουσίαζε στην Τριπολιτσά. Η πράξη του Παπαφλέσσα προκάλεσε πολλά αντίποινα με εκτελέσεις Ελλήνων αιχμαλώτων και καταστροφές, αφού ο Κεχαγιάμπεης έκαψε τις ελληνικές συνοικίες και εκκλησίες. Τα αντίποινα αυτά έκαναν τους Έλληνες να ενωθούν κατά των Τούρκων στην άλωση των κάστρων του Μωριά. Για τους Έλληνες προτεραιότητα είχε προς το παρόν η Τριπολιτσά.
Παρόλα αυτά, στα μέσα Μαΐου 1821, καθώς ο Κεχαγιάμπεης κατευθύνθηκε με το μεγαλύτερο σώμα του στρατού του προς την Τρίπολη αφήνοντας μια φρουρά 400 περίπου Τουρκαλβανών στον Ακροκόρινθο, νέες δυνάμεις επαναστατών συνέρρευσαν εκεί υπό τις διαταγές του Αναγνώστη Πετμεζά και του Κωστή Μεθενίτη.
Αυτή τη φορά, η πολιορκία ήταν πιο οργανωμένη, ενώ έφτασαν και δύο πυροβόλα που είχαν αγοραστεί από τους καραβοκύρηδες της Ύδρας. Στημένα απέναντι από τον Ακροκόρινθο, στην πλαγιά του παλιού κάστρου Μont Escouve (γνωστό ως Πεντεσκούφι), προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στα τείχη και άσκησαν έτσι πίεση στους πολιορκημένους Τούρκους, που όμως αρνούνταν να παραδοθούν.
Μήνες μετά, με την άλωση της Τριπολιτσάς, νέες δυνάμεις υπό τους Υψηλάντη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά έφτασαν περισφίγγοντας ακόμα περισσότερο την πολιορκία. Αυτή τη φορά, οι επαναστάτες έφεραν και τον ίδιο τον Κιαμήλ μπέη που τον πίεζαν να πείσει τους πολιορκημένους να παραδοθούν αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά, στις 10 Ιανουαρίου (παλαιό ημερολόγιο) 1822, οι Τούρκοι, πιεζόμενοι από την πείνα και τις ασθένειες και έχοντας απομειωθεί σημαντικά, ζήτησαν να παραδοθούν προσωπικά στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο θεωρούσαν άνθρωπο με κύρος και πιστό στο λόγο του. Ο Κολοκοτρώνης έφτασε και ύστερα από συμφωνία-μπέσα, το κάστρο της Ακροκορίνθου περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων πολιορκητών ύστερα από την αποχώρηση των Τουρκαλβανών.
Για να αποτρέψει μια αιματηρή άλωση παρόμοια με της Τριπολιτσάς, ο Κολοκοτρώνης μπήκε πρώτος στο φρούριο και δέχθηκε την παράδοση των Τούρκων. Αλλά αν και οι τύποι τηρήθηκαν στην αρχή, οι επαναστάτες τελικά λεηλάτησαν τους μεγάλους θησαυρούς στο φρούριο και επιτέθηκαν στους αποχωρούντες Αλβανούς και Τούρκους σκοτώνοντας και ληστεύοντας αυτούς και τα γυναικόπαιδα. Ελάχιστοι θα επιβιβαστούν σε καράβια για το Λουτράκι.
Η παραβίαση των συμφωνηθέντων έβαλε ακόμα ένα κακό παράδειγμα στη φήμη των Ελλήνων επαναστατών και οδήγησε στην απομάκρυνση του Κολοκοτρώνη, που αν και είχε κάνει τα πάντα για να το αποτρέψει, θεωρήθηκε, σκόπιμα ίσως, υπεύθυνος. Ο Ακροκόρινθος θα περάσει και πάλι στην κυριαρχία των Τούρκων του Δράμαλη, που θα τον καταλάβει αμαχητί και θα πολιορκηθεί εκ νέου το 1823, για να περάσει οριστικά στα χέρια των Ελλήνων.