Ελληνικές δυνάμεις 3.000 ανδρών υπό την ηγεσία του Μαυροκορδάτου ηττώνται και υποχωρούν διαλυμένες και με μεγάλες απώλειες, ύστερα από μάχη κοντά στο χωριό Πέτα.
Η εκστρατεία άρχισε με αίτημα των Σουλιωτών, που ζήτησαν βοήθεια για να άρουν τον αποκλεισμό των Τούρκων. Ο Μαυροκορδάτος, αρχηγός του Εκτελεστικού (κυβέρνηση), θέλοντας να αποδείξει ότι μπορεί να υποσκελίσει τον Δημήτριο Υψηλάντη και σε στρατιωτικές ικανότητες, ανέλαβε την οργάνωση εκστρατείας στην οποία συμμετείχε πλήθος οπλαρχηγών με τις ομάδες τους, το Τακτικό Σώμα (560 άνδρες, εκ των οποίων οι 93 φιλέλληνες) και πυροβολικό.
Οι 3.000 άνδρες έφθασαν στην Αιτωλοακαρνανία και συγκρούστηκαν πρώτη φορά με τους Τούρκους του Κιουταχή πασά, που βγήκαν από τα τείχη της Άρτας. Οι Έλληνες και ειδικά το Τακτικό σώμα απέκρουσαν την πρώτη αυτή επίθεση, γεγονός που προκάλεσε ευφορία και λανθασμένες εντυπώσεις για τις ικανότητες του εχθρού και των ιδίων. Η επιτυχία της πρώτης μέρας οδήγησε τον Μαυροκορδάτο σε λάθη. Σε πρώτη φάση χώρισε τη δύναμή του διατάζοντας τον Μπότσαρη να πάρει 1.200 άνδρες και να λύσει τον αποκλεισμό των Σουλιωτών, ενώ 1.500 συνέχισαν την πολιορκία της Άρτας στρατοπεδεύοντας στο χωριό Πέτα. Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος έμεινε πίσω με λίγους φροντίζοντας διοικητικά και ανεφοδιαστικά θέματα.
Ο Μπότσαρης συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη και υπέστη σημαντική ήττα αναγκαζόμενος να υποχωρήσει. Εντωμεταξύ, οι 1.500 τακτικοί και άτακτοι απλώθηκαν σε μια σημαντική έκταση στην κορυφογραμμή με έδρα το Πέτα, 5 χιλιόμετρα από την Άρτα. Ο Κιουταχής βγήκε να τους συναντήσει για δεύτερη φορά, με 8.000 συνολικά άνδρες. Το ελληνικό σώμα δεν είχε γενικό διοικητή με τους τακτικούς και τους ατάκτους να εφαρμόζουν διαφορετικές διατάξεις. Οι άτακτοι οργάνωσαν ταμπούρια και προέτρεψαν τους τακτικούς να κάνουν το ίδιο. Οι τακτικοί και ειδικά οι φιλέλληνες το απέρριψαν με υπεροψία, λέγοντας «έχομεν τα στήθη μας» και πως «ξέρομεν και ημείς να πολεμώμεν».
Η διχογνωμία αυτή στοίχισε στους Έλληνες την αποχώρηση από το πεδίο αρκετών οπλαρχηγών, όπως του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη. Ο τελευταίος αφού λογομάχησε αρκετά με τους ξένους, έφυγε λέγοντας: «ταχειά θα είστε όλοι μακαρίτες». Οι Τούρκοι επιτέθηκαν με ορμή. Το υψηλό ηθικό και το γεγονός ότι η άμυνα γινόταν σε λόφους με τους Έλληνες να έχουν το πλεονέκτημα, φάνηκε να κερδίζει άλλη μια νίκη αλλά μόνο προς στιγμή. Η επικοινωνία μεταξύ των τακτικών, των φιλελλήνων και του πυροβολικού των Επτανησίων από τη μία και των ατάκτων (σώμα Γώγου Μπακόλα) από την άλλη, χάθηκε και τμήματα Τουρκαλβανών διεισέδυσαν και κύκλωσαν τους τακτικούς.
Η συνέχεια ήταν μια ιστορία καταστροφής. Οι τακτικοί πολέμησαν γενναία αλλά μάταια. Λιγότεροι από 20 γλύτωσαν. Οι άτακτοι υποχώρησαν κυνηγημένοι. Πολλοί κατηγόρησαν άδικα τον Μπακόλα για την καταστροφή. Ο ίδιος, πολεμώντας με πολυάριθμους εχθρούς είχε αναγκαστεί να επιτεθεί με το σώμα του εναντίον δύναμης που προσπαθούσε να τον κυκλώσει, εγκαταλείποντας προς στιγμή τη θέση του. Χωρίς εφεδρείες για να κλείσουν το κενό, οι πολυάριθμοι εχθροί εκμεταλλεύτηκαν αμέσως την ευκαιρία και έσπασαν τη γραμμή. Στρατοδικείο που στήθηκε μετά την εκστρατεία αθώωσε τον Μπακόλα αλλά, με όλο τον στρατό να τον κατηγορεί, έφυγε πικραμένος και αυτομόλησε στους Τούρκους.
Η εκστρατεία είχε αποτύχει. Το Σούλι έμεινε μόνο, ο στρατός διαλύθηκε με πάνω από 600 άνδρες να πέφτουν νεκροί ή να αιχμαλωτίζονται, μια μοίρα χειρότερη από τον θάνατο στα χέρια των Τούρκων και Αλβανών. Το τακτικό σώμα ουσιαστικά δεν υπήρχε πια, ενώ 68 από τους 93 Φιλέλληνες έπεσαν νεκροί. Τον Μαυροκορδάτο βρήκε στο στρατόπεδο του ο φιλέλληνας Νόρμαν, επικεφαλής της ομάδας των επιζώντων, και του απευθύνθηκε με τα λόγια: «Πρίγκηπα, το παν απωλέσαμεν, πλην της τιμής». Ο Νόρμαν θα πέθαινε από τα τραύματά του λίγους μήνες μετά στο Μεσολόγγι.
Η ήττα στο Πέτα αποτέλεσε μεγάλο πισωγύρισμα για την επανάσταση. Και αποδείχθηκε ότι η διχόνοια αρχόντων και πολεμιστών έχει τρομακτικά αποτελέσματα σε τακτικό και στρατηγικό πεδίο.