Το μικρό νησί των Ψαρών υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο στον ναυτικό αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση, εκτελώντας επιδρομές εναντίον εχθρικών πλοίων και παραλίων. Προκειμένου να εξαφανίσει το «αγκάθι» των Ψαρών, ο σουλτάνος συγκέντρωσε έναν ισχυρό στόλο και 10.000 στρατό, με τους 3.000 από αυτούς Τουρκαλβανούς, τους οποίους παρείχε ειδικά για την επίθεση, ο Κιουταχή πασάς.
Στις 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου ο τουρκικός στόλος έφτασε έξω από τα Ψαρά. Διχογνωμίες επικράτησαν μεταξύ των κατοίκων, άλλοι ήθελαν να πολεμήσουν στη θάλασσα υποστηριζόμενοι από τα κανονιοστάσια των φρουρίων, ενώ άλλοι φοβόντουσαν ότι οι ναυτικοί θα τους εγκατέλειπαν και προέκριναν ολική άμυνα στην ξηρά. Οι τελευταίοι τελικά επικράτησαν απαιτώντας μάλιστα να αφαιρεθούν και τα πηδάλια από τα πλοία ως εγγύηση.
Στις 3 Ιουλίου οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν. Πολλοί Έλληνες έπεσαν στις οδομαχίες. Όσοι γλύτωσαν προέβαλαν αντίσταση στο φρούριο. Δυο μέρες όμως μετά, τα τείχη διερρήχθησαν και οι Τούρκοι πλημμύρισαν τους προμαχώνες. Οι τελευταίοι υπερασπιστές ανατίναξαν τις αποθήκες πυρομαχικών κατακαίοντας εχθρούς και φίλους.
Ακολούθησε γενική σφαγή του πληθυσμού. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διαφύγουν και να εγκατασταθούν στη Μονεμβασιά και στην Αίγινα. Από τους 7.000 κατοίκους των Ψαρών, κανένας δεν έμεινε στο νησί, που ισοπεδώθηκε πλήρως. Ο Σολωμός έγραψε για την καταστροφή το λυρικό επίγραμμα «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη».
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.