Δημοσιεύεται το διάταγμα του Ι. Καποδίστρια για την ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων, για την παροχή ικανών και μορφωμένων στελεχών στον τακτικό στρατό. «…δια την στρατιωτικήν και επιστημονικήν εκπαίδευσιν των νέων καλών οικογενειών, οι οποίοι όφειλαν μιαν ημέραν να εισέλθουν ως Αξιωματικοί εις το Τακτικόν Σώμα…», όπως σημείωνε ο ίδιος ο Καποδίστριας.
Η ιστορία της Σχολής συνδέεται άμεσα με το γενικό σχέδιο του Καποδίστρια για την οργάνωση του νέου ελληνικού κράτους, της οικονομίας και των υποδομών. Από τα χρόνια της επανάστασης είχε γίνει σαφές πως κάθε στρατιωτικό σώμα, για να είναι αποτελεσματικό, όφειλε να αποκοπεί από τον τοπικό χαρακτήρα του και την αφοσίωση των ανδρών προς τον οπλαρχηγό τους. Αντίθετα έπρεπε να γίνει τακτικό σώμα, στελεχωμένο με αξιωματικούς επιστημονικά καταρτισμένους και ομοιόμορφα γυμνασμένους στην σύγχρονη στρατιωτική τέχνη, γνώσεις που θα περνούσαν με την εκπαίδευση στους υφισταμένους τους, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ήδη, κατά τα χρόνια της επανάστασης ιδρύθηκαν κάποια μικρά τακτικά σώματα, κυρίως με πρωτοβουλία Ελλήνων του εξωτερικού και Φιλελλήνων αξιωματικών με στρατιωτική επμπειρία από τους Ναπολεόντειους πολέμους. Αυτά ξεχώρισαν για την πολεμική τους αρετή αλλά οι ανάγκες σε χρήματα και υλικά και η έλλειψη εκπαιδευμένων ανδρών τα καταδίκασαν σε μαρασμό και διάλυση. Προς το τέλος της επανάστασης, ωστόσο, η αξία του τακτικού στρατού είχε γίνει κατανοητή τόσο στους στρατιωτικούς ηγέτες της Ελλάδας όσο και στους πολιτικούς και οι τελευταίες μάχες έγιναν με πειθαρχημένα στρατεύματα, αν και η εμφάνιση και ο εξοπλισμός τους πόρρω απείχε από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Ο Καποδίστριας έδειξε έντονο ενδιαφέρον για την αναδιοργάνωση του στρατού στη βάση ενός επαγγελματικού σώματος, που θα αποτελούσε μια ισχυρή εγγύηση της ανεξαρτησίας της χώρας. Από την αρχή δέχτηκε έντονες πιέσεις από τη Γαλλία, για την οργάνωση ενός ιδρύματος που θα προετοίμαζε τους μελλοντικούς αξιωματικούς. Η πρώτη κρούση έγινε από τον Φιλλέλληνα Γάλλο, πρώην αξιωματικό, Κάρολο Φαβιέρο (Charles Nicolas Fabvier), που είχε ηγηθεί και οργανώσει ένα από τα πρώτα (όχι όμως το πρώτο) τακτικά σώματα στην επανάσταση.
Ο Φαβιέρος εισηγήθηκε την ίδρυση ακαδημίας, με Γάλλους αξιωματικούς που μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση των Βουρβώνων, είχαν αποταχθεί και μείνει χωρίς επάγγελμα. Ο Καποδίστριας ήταν σκεπτικός ως προς την επιρροή που θα είχε μια καθαρά “γαλλική” σχολή στο μελλοντικό ελληνικό στράτευμα αλλά δεν απέρριψε την ιδέα, αφού η γαλλική οργάνωση ήταν αποδεδειγμένα αποτελεσματική.
Η σχολή ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1828 ως «λόχος προγυμναστών» στο Ναύπλιο, με κυβερνητικό διάταγμα. Αλλά χρειάστηκαν 6 μήνες προετοιμασίας για την κύρωση του εγγράφου και την προετοιμασία της λειτουργίας της ενώ στο διάστημα αυτό μετήλθε πολλών αλλαγών στην οργάνωση, λειτουργία και στελέχωση της. Πρότυπο της αποτέλεσε η γαλλική École Polytechnique, δημιούργημα του Ναπολέοντος Βοναπάρτη και πρώτος διοικητής ορίστηκε ο Κορσικανικής καταγωγής υπολοχαγός Ρωμύλος ντε Σαντέλι.
Τον επόμενο μήνα (Αύγουστος 1828) αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μαιζόν για την εκκένωση των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων και την εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Λονδίνου. Ο Μαιζόν με εντολές της γαλλικής κυβέρνησης προσέγγισε μέσω του Φαβιέρου τον Καποδίστρια για να οργανώσει τακτικό στράτευμα. Ο Μαιζόν προσέφερε τις υπηρεσίες των αξιωματικών του ως εκπαιδευτών, ενώ παρείχε μέσα, στολές καθώς και μισθούς για τη συντήρηση των πρώτων μαθητών. Ο Καποδίστριας όμως ζήτησε από το γαλλικό υπουργείο Πολέμου την αποστολή εμπείρων αξιωματικών που θα αναλάμβαναν την διεύθυνση της ακαδημίας, που θα ονομαζόταν “λόχος των Ευελπίδων” (φορέων καλής ελπίδας για το έθνος). Η οργάνωση της σχολής αναλήφθηκε από το επιτελείο του Καποδίστρια κατά τρόπο που θα εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα και ανάγκες.
Απαντώντας στο αίτημα του Καποδίστρια, έφτασαν στην Ελλάδα οι απόφοιτοι της École Polytechnique, Σταμάτης Βούλγαρης, Auguste-Theod Garnot και ο γεωγράφος Jean-Pierre-Eugéne-Félicien Peytier. Αργότερα, τους ακολούθησε και ο Jean-Henry-Pierre-Augustin Pauzié-Banne, που ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής από τον μάλλον ανεπαρκή Σαντέλι. Οι αξιωματικοί-σύμβουλοι έθεσαν τη Σχολή των Ευελπίδων σε μια στέρεα βάση και εξασφάλισαν τη λειτουργία της με πέντε αρχικά μαθητές. Παράλληλα ο Pauzié, εκτός από διευθυντής της Σχολής ανέλαβε την ίδρυση σχολής πυροβολικού, ο Βούλγαρης το ρυμοτομικό σχεδιασμό της Πάτρας και ο Peytier αντίστοιχα της Κορίνθου.
Ακολουθώντας τα γαλλικά πρότυπα, οι απόφοιτοι της Σχολής δεν ήταν μόνο εκπαιδευμένοι στα στρατιωτικά αλλά και επιστημονικά καταρτισμένοι για τον σχεδιασμό και εκτέλεση δημοσίων έργων, κάτι που ο Καποδίστριας θεωρούσε πολύ σημαντικό. Οι αξιωματικοί του στρατού θα ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή έργων υποδομής, επιβλέποντας την κατασκευή λιμένων, δρόμων, γεφυρών, υδραγωγείων, σημαντικών κτιρίων καθώς και οχυρωματικών έργων, που θα θωράκιζαν τα νέα σύνορα. Η οργάνωση του στρατού ήταν ένας από τους τρεις πυλώνες των προσπαθειών του, μαζί με την δόμηση εκπαίδευσης και δημόσιας διοίκησης.
Το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου θα στεγάσει τους Ευέλπιδες, που σταδιακά θα ανέλθουν σε 50 και θα λάβουν τριετή εκπαίδευση. Με τα πρώτα δύο χρόνια να αποτελούν σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το τρίτο έτος εξειδίκευση επιπέδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οργανώθηκαν τάγματα πυροβολικού, μηχανικού και ιππασίας. Οι πρώτοι απόφοιτοι θα λάβουν τις επωμίδες τους από τον ίδιο τον Καποδίστρια το 1831 και η σχολή θα αναδιοργανωθεί το 1834 με την άφιξη της Βαυαρικής Αντιβασιλείας και τα έτη φοίτησης θα αυξηθούν σε οκτώ. Η Σχολή θα μετέλθει πολλών αλλαγών. Θα μεταφερθεί στην Αίγινα, στον Πειραιά, στην Αθήνα και τελικά, το 1894 στα ειδικά για αυτήν συγκροτήματα στο Πεδίο του Άρεως (σημερινά δικαστήρια), δωρεά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Σήμερα, βρίσκεται στις νέες εγκαταστάσεις στη Βάρη Αττικής συνεχίζοντας το έργο παραγωγής στελεχών που οραματίστηκε ο Καποδίστριας 193 χρόνια πριν.