Υπογράφεται η Συνθήκη του Βερολίνου μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καρπός του συνεδρίου που οργανώθηκε στο Βερολίνο από τον “αρχιτέκτονα” της Ευρώπης, τον Πρώσσο καγκελάριο πρίγκηπα Otto von Bismarck, η συνθήκη καθόρισε το εδαφικό καθεστώς στη Βαλκανική χερσόνησο μετά τις ανακατατάξεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78.
Η ήττα της Τουρκίας στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα να φέρει την τσαρική Ρωσία σε θέση απίστευτης ισχύος, υπαγορεύοντας τους όρους συνθηκολόγησης στο προάστιο του Αγίου Στεφάνου, έξω από την Κωνσταντινούπολη, τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου, με τα ρωσικά πυροβόλα σε απόσταση μόλις τριών ημερών πορείας από την οθωμανική πρωτεύουσα.
Οι Ρώσοι δεν χαρίστηκαν, απαιτώντας την ισχυροποίηση του Βουλγαρικού κράτους και τη δημιουργία μικρών βαλκανικών κρατών που ήταν αρκετά ελεύθερα για να θεωρούνται ανεξάρτητα, αλλά όχι τόσο ώστε να μην αναζητούν τη βοήθεια της Ρωσίας για την προστασία τους έναντι της Τουρκίας και της Αυστρίας. Ιδιαίτερα προβλήθηκε η Βουλγαρία πού έλαβε εδάφη που την γιγαντοποίησαν καθιστώντας την κυρίαρχη στα Βαλκάνια, καταπίνοντας τη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Ρωμυλία, εκτεινόμενη πλέον από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Κορυτσά και από τον Δούναβη και την κοιλάδα του Μοράβα ως το Αιγαίο πέλαγος.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 16 Ιανουαρίου 1878: Κατάληψη της Φιλιππουπόλεως, οι Ρώσοι απειλούν την Κωνσταντινούπολη
Ο γιγαντισμός αυτός της Βουλγαρίας, που παρέμενε υποτελής στον σουλτάνο μόνο κατ’όνομα, αφού είχε ακόμα και το δικαίωμα να διατηρεί δικό της στρατό, αποτελούσε το “πάτημα” της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Αλλά ακύρωνε τις προσδοκίες των άλλων Βαλκανικών εθνών (Ελλήνων, Σέρβων και Ρουμάνων ακόμα και Αλβανών) για εδαφική ολοκλήρωση. Οι Τούρκοι παραχώρησαν εδάφη ακόμα και στον Καύκασο, μην έχοντας χρήματα για πολεμικές επανορθώσεις αλλά και στα παράλια του Ευξείνου Πόντου (Βόρεια Δοβρουτσά), που έγιναν προϊόν ανταλλαγής μεταξύ Ρωσίας και Ρουμανίας.
Η μεγάλη ήττα των Οθωμανών μείωνε το επίπεδο ισχύος τους αυξάνοντας ταυτόχρονα την δύναμη της Ρωσίας στην περιοχή και χαλώντας τις εύθραυστες ισορροπίες, που ο Bismarck είχε υπολογίσει. Ταυτόχρονα, η πρόσδεση των ασθενών ακόμα Βαλκανικών λαών στο άρμα της Ρωσίας έθετε τα θεμέλια για έναν νέο πόλεμο αλλά και κάτι χειρότερο: την ολοκληρωτική έξωση της Τουρκίας από την Ευρώπη και την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Το τελευταίο δεν το ήθελαν ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Αυστριακοί και κυρίως ούτε οι Βρετανοί. Ξαφνικά, η ίδια η Ευρώπη τίθετο σε τροχιά σύγκρουσης.
Αμέσως, ο Bismarck παρενέβη για να αποκαταστήσει τις ισορροπίες. Με τη βοήθεια της Αγγλίας και της Αυστρίας, έπεισε τον τσάρο να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να συμφωνήσουν, αυτή τη φορά όλες οι Δυνάμεις μαζί, σε μια συνθήκη. Στο συνέδριο έλαβαν μέρος, εκτός από τους πρώην εμπολέμους, Ρωσία και Οθωμανική αυτοκρατορία, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία. Μετά από ένα μήνα εργωδών διαπραγματεύσεων και με την προσωπική μεσιτεία του Γερμανού καγκελαρίου, επετεύχθη η πολυπόθητη συμφωνία με την υπογραφή της στις 13 Ιουλίου.
Σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ άλλων, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία αποκτούσαν και de jure (δικαιωματικά) την ανεξαρτησία τους. Ταυτόχρονα, αναγνωριζόταν η αυτονομία της Βουλγαρίας, σε πιο περιορισμένα όμως σύνορα, αφού οι επαρχίες της Μακεδονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας αποδίδονταν πίσω στον Σουλτάνο, καταργώντας έτσι τα ρωσικά σχέδια για μια «Μεγάλη Βουλγαρία» που θα κυριαρχούσε στα Βαλκάνια.

Η συνθήκη άφηνε πρόνοιες για θρησκευτικές μειονότητες οπότε δημιουργούσε παρακαταθήκη για τις λεγόμενες “μειονοτικές συμφωνίες”, που θα δομηθούν στα επόμενα 50 χρόνια, με μοντέλο τον τρόπο διευθέτησής τους από το Βερολίνο. Η συνθήκη ήταν επιτυχημένη συνολικά, από την άποψη ότι άφηνε όλα τα συμμετέχοντα μέλη δυσαρεστημένα. Οι Ρώσοι έχαναν πολλά που η “δική τους συνθήκη” (του Αγίου Στεφάνου) τους είχε προσφέρει. Οι Τούρκοι έχαναν τα μισά Βαλκάνια, με παρακαταθήκες που θα πλήρωναν ακριβά στα επόμενα χρόνια. Οι Βαλκανικοί λαοί είχαν περιορισμένα κέρδη, λιγότερα από όσα επιθυμούσαν και οι Αγγλοι, Γάλλοι και Αυστριακοί έβλεπαν καθαρά πως η ώρα που θα προσέτρεχαν και πάλι να βοηθήσουν την Οθωμανική Τουρκία από βέβαιη κατάρρευση δεν θα αργούσε.
Μόνος ευτυχής ήταν ο Bismarck που με την πονηριά και με το πολιτικό και διπλωματικό του ταλέντο κατόρθωσε να συγκεντρώσει όλες τις Δυνάμεις στο Βερολίνο για να προφασιστεί πως η Γερμανία, εφόσον δεν κέρδιζε και δεν έχανε τίποτα, ήταν ο φυσικός διαιτητής. Στην πραγματικότητα, φρόντισε να διατηρήσει την ισορροπία στην Ευρώπη για τουλάχιστον άλλα 30 χρόνια. Μια ισορροπία που ο ίδιος είχε οικοδομήσει καθιστώντας τη Γερμανία μια ενιαία αυτοκρατορία, κυρίαρχη στην ηπειρωτική Ευρώπη.
