Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος πόλεμος του 1911 που θα διαρκέσει ένα χρόνο και είκοσι μέρες, είχε αιτία την ιταλική βούληση για αποικιακή εξάπλωση στη βόρειο Αφρική. Με το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου να έχει μοιραστεί μεταξύ των παλαιών αποικιακών δυνάμεων ήδη από τον 18ο αιώνα, η νεαρή Ιταλία προσπάθησε από το 1880 να θέσει πόδι στην αντίπερα αφρικανική ακτή, σε ορισμένες φτωχότερες επικράτειες της, χωρίς όμως σημαντική επιτυχία.
Για την Ιταλία η απόκτηση αποικιών ήταν ζήτημα πολιτικής ωρίμανσης και οικονομικής ανάπτυξης. Έχοντας κατορθώσει την πολιτική της διεύρυνση και ολοκλήρωση πολύ πρόσφατα, το 1870, η χώρα πιεζόταν από πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό να καταλάβει θέση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης με την απόκτηση αποικιών. Αυτές θα εξασφάλιζαν στη χώρα μια σταθερή πηγή πρώτων υλών και σπανίων προϊόντων και χώρο για την απασχόληση του αυξανόμενου πληθυσμού της.

Γεωστρατηγικά, η κυριαρχία στην περιοχή της Τριπολίτιδας (παραλιακή περιοχή της σημερινής Λιβύης) και Κυρηναϊκής φαινόταν προσιτή και κατάλληλη για τον εκεί έλεγχο του περάσματος της Μεσογείου, ενώ υποστηριζόταν από τους εθνικιστικούς κύκλους εντός της Ιταλίας. Το μόνο που αναχαίτιζε αυτές τις προθέσεις ήταν η πολιτική δέσμευση της Ιταλίας και των άλλων Δυνάμεων στην υπεράσπιση της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το 1902, ωστόσο, η Γαλλία και η Βρετανία εκχώρησαν με μυστικές συμφωνίες το ελεύθερο στην Ιταλία να προχωρήσει στην διείσδυση και δυνητικά απόσπαση αφρικανικών οθωμανικών επαρχιών, παραμερίζοντας τις δικές τους διεκδικήσεις. Αιτία ήταν πως η Ιταλία είχε ενταχθεί στην Τριπλή Συμμαχία με τη Γερμανία και την Αυστρο-Ουγγαρία, οπότε με τον ανταγωνισμό των δυνάμεων αυτών με τους Αγγλο-Γάλλους να κορυφώνεται, Παρίσι και Λονδίνο ήθελαν να αποσπάσουν τη Ρώμη από τον εναγκαλισμό. Παρόλα αυτά, η ιταλική κυβέρνηση εξακολούθησε να απορρίπτει προτροπές της αντιπολίτευσης και του Τύπου για εκστρατευτικές περιπέτειες.

Καταλυτική στην αλλαγή της ιταλικής στάσης, ήταν η Κρίση του Αγκαντίρ την Άνοιξη του 1911, μια τοπική εξέγερση στο Μαρόκο που έφερε τις Μεγάλες Δυνάμεις σε αντιπαράθεση και λίγο έλειψε να τις οδήγησει σε ανοιχτή σύγκρουση. Η κρίση που κατέληξε στην ανακήρυξη του Μαρόκου σε γαλλικό προτεκτοράτο, έπεισε την Ιταλία πως ο χρόνος για τον διαμοιρασμό των αφρικανικών κτήσεων μεταξύ των Ευρωπαίων τελείωνε. Παρά το γεγονός ότι ο στρατός δεν ήταν έτοιμος να αναλάβει εκστρατείες, ο ιταλικός στόλος εμφανίστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου έξω από το λιμάνι της Τρίπολης παρουσιάζοντας τελεσίγραφο στην Οθωμανική κυβέρνηση, που προσπάθησε να εκχωρήσει αρχικά μια μορφή κυριαρχίας στην Ιταλία αποφεύγοντας την ένοπλη σύγκρουση.

Η πρόταση των Οθωμανών απορρίφθηκε από την Ιταλία, για την οποία οι εξελίξεις είχαν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα. Οι Ιταλοί αποβίβασαν στις αρχές Οκτωβρίου στρατεύματα στα μεγαλύτερα λιμάνια της Βόρειας Αφρικής, αφού ο στόλος κονιορτοποίησε τα παράκτια φρούρια, που ανάγονταν σε άλλες εποχές. Η κατοχή των παραλίων ήταν απλή υπόθεση αλλά η εκστρατεία περιπλέχτηκε σοβαρά με την προέλαση στην ενδοχώρα. Οι Τούρκοι αν και δεν ήταν αγαπητοί ως επικυρίαρχοι, κατόρθωσαν να εμπνεύσουν αίσθημα αντίστασης και να πυκνώσουν τις τάξεις τους, οπλίζοντας πολεμιστές από τοπικές φυλές σε μια σύγκρουση φθοράς που έφερε τους Ιταλούς σε δυσκολη θέση.

Παρά τη χρήση για πρώτη φορά εξελιγμένων όπλων και νέων τακτικών, όπως του αεροπλοίου και του αεροπλάνου (η πράξη αποδίδεται στους Ιταλούς, με τον πρώτο βομβαρδισμό από αεροπλάνο σε πολεμική επιχείρηση να λαμβάνει χώρα την 1η Νοεμβρίου 1911 από τον υπολοχαγό Τζιούλιο Γκαβότι), καθώς και των πρώτων τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, αυτά δεν ήταν ικανά να αλλάξουν την πορεία των επιχειρήσεων.
Έτσι ο ιταλικός στόλος στράφηκε στα Δαρδανέλια και βομβάρδισε τα παράκτια οχυρά προσπαθώντας να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό. Στην αδυναμία τους να παραμείνουν στην περιοχή για πάντα, οι Ιταλοί στράφηκαν εκ νέου στα Δωδεκάνησα τα οποία κατέλαβαν σχετικά εύκολα. Η κίνηση αποδείχθηκε καθοριστική, οδηγώντας τις δύο χώρες σε διαπραγμάτευση και στην συνθήκη του Ουσύ που παραχωρούσε οθωμανικές επαρχίες της Αφρικής στην Ιταλία.

Η σύραξη απέδειξε το βαθμό αποσάθρωσης της τουρκικής πολεμικής ικανότητας και ενέπνευσε το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων, που άρχισαν αμέσως μετά. Τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Βάσει της συμφωνίας θα αποδίδονταν πίσω στην Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον πόλεμο αλλά οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι ασάφειες στο κείμενο κατόρθωσαν να αναβάλλουν την αποχώρησή τους. Τελικά, το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάννης το νέο τουρκικό κράτος παραιτήθηκε από κάθε αξίωση στα νησιά.

