Με το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο να διανύει την τέταρτη εβδομάδα του, τμήματα του ελληνικού στόλου απελευθερώνουν την Αλεξανδρούπολη (Δεδεαγάτς), τη Μαρωνεία, το Πόρτο Λάγος και τη Μάκρη.
H παρουσία των Βουλγάρων σε αυτές τις περιοχές ήταν έντονη δεδομένης της θέλησής τους να κρατήσουν τη διέξοδό τους στο Αιγαίο. Από τα τέλη Μαΐου μονάδες του ελληνικού στόλου έκαναν τακτικές περιπολίες στα θρακικά παράλια παρακολουθώντας τις βουλγαρικές κινήσεις. Κατά τον Ιούνιο ελληνικά αντιτορπιλικά και θωρηκτά δέχτηκαν πυρά από τις βουλγαρικές παράκτιες πυροβολαρχίες Καβάλας και Αλεξανδρούπολης, αλλά δεν απάντησαν για να μην προκαλέσουν ζημιές στις πόλεις και απώλειες μεταξύ του πληθυσμού.
Στις 11 Ιουλίου (με το Ιουλιανό Ημερολόγιο) οι σκοποί των πλοίων ανέφεραν πυκνούς μαύρους καπνούς πάνω από την Αλεξανδρούπολη. Με εντολή του ναυάρχου Κουντουριώτη το θωρηκτό Αβέρωφ κι άλλα πολεμικά πλησίασαν και επιβιβάστηκαν ο μητροπολίτης, ο μουφτής κι οι αρχές της πόλης. πληροφορώντας τον πως ο βουλγαρικός στρατός είχε αποχωρήσει, θέτοντας τις σιταποθήκες κι άλλα υλικά στην πυρά για να μην πέσουν στα χέρια των Ελλήνων ή των Τούρκων.
Την επομένη, ο ελληνικός στόλος αποκατέστησε την τάξη επαναφέροντας το ηλεκτρικό ρεύμα, οργανώνοντας περιπολίες αγημάτων και εκδίδοντας προσωρινά γραμματόσημα μέχρι την έλευση αρχών από την Αθήνα. Η φωτιά έσβησε μετά από μέρες έχοντας προξενήσει καταστροφές, εκκαθαρίζοντας όμως την ατμόσφαιρα από τα κουνούπια και τις μύγες που ταλαιπωρούσαν την πόλη εκείνους τους μήνες.
Η ιστορία δεν τελείωσε εδώ. Λίγες εβδομάδες μετά, η συνθήκη του Βουκουρεστίου, που τερμάτισε τον Β’ Βαλκανικό, απέδωσε τη Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι επέστρεψαν αλλά όχι για πολύ. Τασσόμενοι στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών βρέθηκαν μεταξύ των ηττημένων το 1918 και μετά από 18 μήνες διασυμμαχικής διοίκησης, η Δ. Θράκη ενώθηκε με την Ελλάδα οριστικά στα τέλη Μαΐου 1920.