ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 1/14 Δεκεμβρίου 1913: Η πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα γίνεται γεγονός

Παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α’ και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου πραγματοποιείται στα Χανιά η πανηγυρική Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η στιγμή αποτελεί την κορύφωση τουλάχιστον 50 χρόνων προσπαθειών για να σμίξει η Μεγαλόνησος με την μητέρα Ελλάδα.

Είχαν προηγηθεί συνεχείς επαναστάσεις των Κρητικών για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την Ελλάδα (1821-1833-1858-1866-1878-1889-1897). Ακόμη και με το τέλος του Α΄Βαλκανικού, ο Βενιζέλος είχε αρνηθεί να κηρύξει την ένωση με την αυτόνομη και υπό διεθνή προστασία Κρήτη (είχε τεθεί έτσι από το 1899), όπως έκανε με τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, προτού εξασφαλίσει διεθνή αναγνώριση.

Η Κρήτη βρισκόταν ανέκαθεν σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς κρίσης από τα μεσαιωνικά χρόνια. Ως μεγάλο νησί που κυριαρχούσε γεωγραφικά στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, ελέγχοντας τις προσβάσεις προς το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα, ήταν απαραίτητο στήριγμα κάθε ισχυρής ναυτικής δύναμης που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει στην περιοχή. Υπήρξε βυζαντινή επαρχία μέχρι τον 9ο αιώνα που την κατέλαβαν οι Άραβες, κατόπιν έγινε πάλι βυζαντινή, ενώ μετά το 1204 και τη Φραγκοκρατία, οι Σταυροφόροι την πούλησαν στους Βενετούς, υπό την κυριαρχία των οποίων παρέμεινε μέχρι τον 17ο αιώνα, που καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Παρά το γεγονός ότι τόσοι κατακτητές πέρασαν από το έδαφός της, η Κρήτη διατήρησε τον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα της. Και το τοπικό πνεύμα ανεξαρτησίας οδηγούσε σε συνεχείς στάσεις και αντιπαραθέσεις με τους κατακτητές, πληρώνοντας συχνά βαρύ τίμημα.

Η Επανάσταση του 1821 είδε μεγάλη συμμετοχή Κρητικών σε πολλά μέτωπα και κόντεψε σε μία περίπτωση να θέσει τις βάσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού στο νησί αλλά απέτυχε οικτρά. Ο σουλτάνος απέδωσε την Κρήτη στον χεδίβη της Αιγύπτου ως αμοιβή για την εκστρατεία του Ιμπραήμ στον Μωριά, αλλά το νησί επέστρεψε στην οθωμανική κυριαρχία μετά τον Τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο του 1839.

Βρετανικό πολεμικό ανοίγει πυρ κατά των Ελλήνων επαναστατών στα Χανιά (λεπτομέρεια χαρακτικού).

Το 1897, μετά από πολλές παλινωδίες, στάσεις και καταστροφές στο νησί με αφορμή την υφαρπαγή προνομίων που ο σουλτάνος είχε υποσχεθεί στους χριστιανούς υπηκόους του και δεν εφάρμοζε, η Κρήτη έγινε αφορμή για μια σύντομη αλλά δραματική ελληνοτουρκική σύγκρουση. Ο πόλεμος του 1897 άφησε μια Ελλάδα ηττημένη στο πεδίο των μαχών, κατεστραμμένη οικονομικά αλλά κατά παραδόξο τρόπο ενισχυμένη γεωπολιτικά με τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναλαμβάνουν την κηδεμονία στην Κρήτη, ώστε να αποτρέψουν άλλη αναζωπύρωση στα ελληνοτουρκικά. Ο σουλτάνος δέχτηκε με ιδιαίτερα απρόθυμο τρόπο και η Κρήτη, μετατράπηκε σε αυτόνομη επαρχία υπό την επικυριαρχία του, αλλά διοικείτο από ένα “Συμβούλιο Ναυάρχων”, των επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων που ναυλοχούσαν στο νησί.

Βρετανοί πεζοναύτες παρελαύνουν στους δρόμους των Χανίων το 1897.

Αντιρρήσεις και στάσεις Ελλήνων και Τούρκων για τη νέα κατάσταση στο νησί αποσοβήθηκαν με τη βία. Το 1898, ο τουρκικός όχλος στο Ηράκλειο και στα Χανιά οργάνωσε διωγμό κατά των χριστιανών με τους βαζιβουζούκους να σφάζουν εκατοντάδες Κρητικούς, τον Βρετανό υποπρόξενο, την οικογένειά του και 14 πεζοναύτες. Η σφαγή αποτέλεσε καταλύτη των εξελίξεων. Αγήματα των Δυνάμεων αποβιβάστηκαν αμέσως στο νησί και εκδίωξαν τις δυνάμεις του σουλτάνου ενώ περιόρισαν τους στασιαστές. Η Κρήτη θα παρέμενε αυτόνομο κράτος υπό σουλτανική επικυριαρχία, με δική της χωροφυλακή οργανωμένη στο πρότυπο των Ιταλών Carabinieri αλλά με διοικητή και ύπατο αρμοστή τον Έλληνα πρίγκηπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά των Ελλήνων, Γεωργίου του Α΄.

Οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες αποχωρούν από την Κρήτη με απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων και της διεθνούς ναυτικής Μοίρας στο νησί.

Το επόμενο έτος, δημιουργήθηκε εκτελεστική επιτροπή με νομοθετικό έργο και προκηρύχθηκαν εκλογές ενώ οι εκπρόσωποί της εργάστηκαν για την οργάνωση των κρατικών δομών, την ανάπτυξη νομικού πλαισίου της νέας αυτοδιοικούμενης Κρητικής Πολιτείας και την προετοιμασία Συντάγματος. Παρά τις δυσκολίες, οι εργασίες προχωρούσαν με την παρουσία σε αυτές και του υπάτου αρμοστή, πρίγκηπα Γεωργίου. Ο τελευταίος, ίσως παρασυρμένος από το γενικότερο κλίμα στο νησί, εξέφρασε την πρόθεσή του να ζητήσει την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα απευθυνόμενος στις Δυνάμεις το 1901.

Ο πρίγκηπας Γεώργιος, ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας από το 1898 μέχρι το 1906.

Κάποια μέλη της επιτροπής διαφώνησαν, με κυριότερο έναν νεαρό πολιτευτή, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο τελευταίος είχε την άποψη πως ενώ η Ένωση με την Ελλάδα όφειλε να είναι ο απώτερος σκοπός, αλλά οι περιστάσεις ήταν ακόμα ανώριμες. Η Κρήτη είχε μόλις βγει από μια πολύ αιματηρή κατάσταση στην οποία εμπλέκονταν Έλληνες, Τούρκοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι (ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας στο νησί ήταν δύσκολος αφού Τούρκοι είχαν εκχριστιανιστεί ενώ Έλληνες είχαν εξισλαμιστεί με την πάροδο των αιώνων), ξένα συμφέροντα και ένα ελληνικό κράτος με ελάχιστη ισχύ. Ο Γεώργιος, όμως, προχώρησε με το σχέδιό του, που ψυχρά απορρίφθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, γεγονός που δικαίωσε τους διαφωνήσαντες πολιτικούς.

Οι διαφωνίες μετεξελίχθηκαν σε αντιπαράθεση με τον αυταρχικό πρίγκηπα, και τελικά σε ανοιχτή στάση, στο Θέρισσο το 1905. Οι Κρητικοί όρισαν επαναστατική κυβέρνηση που απαίτησε εκ νέου την “πολιτική Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα σε ένα ενιαίο συνταγματικό κράτος”. Οι Δυνάμεις κήρυξαν στρατιωτικό νόμο και η κρητική χωροφυλακή παρέμεινε πιστή στον πρίγκηπα Γεώργιο αλλά δεν υπήρχαν βίαιες συγκρούσεις. Με τον ίδιο τον Βενιζέλο ως συστατικό μέλος της ηγετικής τριανδρίας, η επανάσταση του Θερίσσου δημοσίευε πύρινα άρθρα που έφτασαν στον κρητικό, ελληνικό και διεθνή Τύπο, έχοντας μεγάλο αντίκτυπο.

1/14 Δεκεμβρίου 1913, η στιγμή της ύψωσης της ελληνικής σημαίας στο φρούριο των Χανίων. Φαίνονται τα μονογράμματα ‘Κ’ του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Στο τέλος του 1905, οι Δυνάμεις έστειλαν αντιπροσωπεία για να αξιολογήσει την κατάσταση και πρότειναν την σύσταση πολιτοφυλακής από πρώην αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, την αποχώρηση των ξένων αγημάτων, τη χορήγηση δανείου στην κρητική Πολιτεία και την αναμόρφωση της διοίκησης με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, που ανέλαβε μετά την παραίτηση του πρίγκηπα Γεωργίου.

Τα παραπάνω ολοκληρώθηκαν ως το 1909. Το επόμενο έτος, ο Βενιζέλος, που είχε στο μεταξύ εκλεγεί μέλος της νομοθετικής επιτροπής στη νέα Συνέλευση, εκλέχθηκε πρωθυπουργός της αυτόνομης Πολιτείας και έφυγε για την Αθήνα, όπου ήδη είχε επικρατήσει η επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, για να συζητήσει το θέμα της Ένωσης με την ελληνική κυβέρνηση και τον βασιλιά Γεώργιο Α’. Στο μεταξύ, ομάδες στο νησί πίεζαν για την πραγματοποίηση της Ένωσης αλλά ο Βενιζέλος προσπαθούσε πάντα να ισορροπήσει την κατάσταση, συνιστώντας υπομονή.

Το καλοκαίρι, στις ελληνικές εκλογές του 1910, ο Βενιζέλος θα εκλεγεί πρωθυπουργός και θα ξεκινήσει μια νέα σελίδα στην ελληνική ιστορία που θα εξελιχθεί στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Η Κρήτη θα λάβει την πολυπόθητη αναγνώριση από την Ελλάδα ως μέρος της και ο νομικός και πολιτικός Στέφανος Δραγούμης θα φτάσει και θα αναλάβει Γενικός Κυβερνήτης της νήσου.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αναγνωρίσουν το γεγονός ως τετελεσμένο, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να ηττάται σε όλα τα μέτωπα και τον Ελληνικό Στόλο να κυριαρχεί σε όλο το Αιγαίο και Ιόνιο. Οι Δυνάμεις θα υποστείλουν τις σημαίες τους από τα φρούρια Χανίων και Χάνδακα (Ηράκλειο) στις 14 Φεβρουαρίου του 1913, η Ένωση θα αναγνωριστεί διεθνώς με τη Συνθήκη του Λονδίνου τον Μάιο του 1913, που τερμάτιζε τους Βαλκανικούς Πολέμους και καθόριζε τα νέα σύνορα των κρατών. Ο σουλτάνος θα αναγνωρίσει κι αυτός την ένωση με τη συνθήκη του Λονδίνου και θα αποκηρύξει κάθε αξίωση στο νησί.

Το τέλος της αναμονής ήρθε με τις πανηγυρικές εκδηλώσεις της 14ης Δεκεμβρίου του 1913. Η βασιλική οικογένεια, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ (είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Γεώργιο Α’, που είχε δολοφονηθεί τον Μάρτιο του ίδιου έτους), θα φτάσει στα Χανιά με πλοία του ελληνικού στόλου μέσα σε παλλαϊκό κλίμα συγκίνησης. Η εκδήλωση θα κορυφωθεί λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο από τους αγωνιστές Αναγνώστη Μάντακα, 94 ετών και Χατζημιχάλη Γιάνναρη, 88 ετών, την οποία θα χαιρετήσουν τιμητικά 101 κανονιοβολισμοί από πολεμικά πλοία του ελληνικού στόλου που ναυλοχούσε στο λιμάνι. Η Ένωση ήταν πλέον γεγονός!

Most Popular