Ξεκινά η μάχη του Σαγγαρίου, η μεγαλύτερη επιθετική προσπάθεια του Ελληνικού Στρατού στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Μετά την κατάληψη της γραμμής Εσκί-Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, προεξάρχοντος του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄ αποφάσισε τη συνέχιση των επιχειρήσεων. Στοχός η καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων δυτικά του Σαγγαρίου ποταμού και η διάλυση της κρατικής δομής, με κατάληψη της Άγκυρας.
Στις 7/21 Αυγούστου οι Έλληνες έφθασαν στον ποταμό Σαγγάριο και τον διέσχισαν. Η ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στην επίθεση 9 μεραρχίες πεζικού, μια ταξιαρχία ιππικού και 2 συντάγματα πυροβολικού χωρισμένα σε 3 Σώματα Στρατού, συνολικά 101.727 αξιωματικούς και οπλίτες. Απέναντί τους οι Τούρκοι παρέταξαν 123.780 αξιωματικούς και στρατιώτες σε άψογα προετοιμασμένες θέσεις, οργανωμένες σε βάθος τριών ζωνών. Η επίθεση κατά μήκος του ποταμού άρχισε στις 10/24 του μηνός, με τα δύο Σώματα Στρατού να επιτίθενται και ένα ακόμα να ελίσσεται νότια για να υπερκεράσει την τοποθεσία.
Αν και μετά από 3 εβδομάδες μαχών, ο τουρκικός στρατός εκδιώχθηκε από τις θέσεις του, η καταστροφή του δεν επετεύχθη ενώ απέτυχε και η κύκλωσή του από το Β΄ Σώμα Στρατού. Αντίθετα, ο ελληνικός στρατός υπέστη σημαντικές απώλειες (3.700 νεκροί, 18.480 τραυματίες, 108 αιχμάλωτοι, 5.639 λιποτάκτες και 8.089 αγνοούμενοι) ενώ η μη τήρηση εφεδρειών καταδίκασε κάθε προσπάθεια καταδίωξής του εχθρού.
Έχοντας δώσει πολλά και κερδίζοντας ουσιαστικά πολύ λίγα, η Ελληνική Στρατιά θα περιχαρακωθεί στις νέες τις θέσεις αναμένοντας τις εξελίξεις στο πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο εξαντλημένη από την προσπάθεια, την έλλειψη πόρων και νέων ανδρών. Θα ξεκινήσει μια μακρά περίοδος στασιμότητας, αναμένοντας την αντίδραση των Τούρκων μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922.