Υπογράφεται στη Λωζάνη της Ελβετίας η συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπου 1.500.000 Έλληνες της Ανατολής και 500.000 Τούρκοι της Ελλάδας συμπεριλαμβάνονται στη λίστα της ανταλλαγής.
Η ανταλλαγή ορίστηκε με βάση το θρήσκευμα και τις απογραφές του 1910. Αυτό σήμαινε ότι πολλοί από τους μετακινούμενους είχαν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα λόγω του πολέμου, όπως για παράδειγμα 800.000 Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου, ότι πολλοί που ανταλλάγησαν ανήκαν σε άλλες ομάδες (50.000 Αρμένιοι έφτασαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή και αρκετές χιλιάδες Αλβανοί και Έλληνες, που είχαν μεταστραφεί από γενιές στο Ισλάμ έφυγαν).
Η ανταλλαγή δεν ήταν εύκολη αλλά θεωρήθηκε αναγκαία για λόγους εθνικής εκκαθάρισης των κρατών. Ο ελληνικός πληθυσμός έγινε πιο ομοιογενής αυξανόμενος κατά 13% ενώ ο τουρκικός απαλλάχτηκε από το “ξένο” στοιχείο των Ελλήνων, χωρίς να προβεί σε νέες πράξεις διωγμού, αντίστοιχης αγριότητας με εκείνων κατά των Αρμενίων.
Παρόλα αυτά, ο εκτοπισμός των Ελλήνων –ιδίως της Καππαδοκίας και του Πόντου- υπήρξε βίαιος και αιματηρός και το φάσμα των αντιποίνων της Τουρκίας κατά των ελληνικών πληθυσμών πλανάτο πάντα πάνω από το πεδίο μιας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Εξαιρέθηκαν οι πληθυσμοί των χριστιανών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης, σύμφωνα με το άρ. 14 της συνθήκης.