Ομάδα νεαρών αξιωματικών του ιαπωνικού στρατού κινείται συνωμοτικά για την ανατροπή της κυβέρνησης και την «εκκαθάρισή» της, από μέλη μη αρεστά στην ιεραρχία.
Οι αξιωματικοί ήταν μέλη της ομάδας «Αυτοκρατορική οδός», μία από τις πολλές μυστικές σέχτες που υπήρχαν στις τάξεις του ιαπωνικού στρατού. Οι στρατιωτικές οργανώσεις και μυστικές ομάδες ήταν ένα παρεπόμενο των βεβιασμένων και ταχέων μεταρρυθμίσεων του αυτοκράτορα Μείτζι στον 19ο αιώνα. Αυτές πέτυχαν να διασπάσουν το κατεστημένο και να μετατρέψουν μέσα σε ελάχιστο διάστημα την Ιαπωνία, από χώρα απομονωμένη από τον περίγυρό της, οπισθοδρομική και φανατικά προσκολλημένη στις παραδόσεις του μεσαιωνικού της παρελθόντος, σε δύναμη ανταγωνιστική στο διεθνές στερέωμα αλλά με πολλά θέματα ηθικού και κοινωνικού περιεχομένου να παραμένουν στη σκιά. Ως αποτέλεσμα, ο δρόμος της Ιαπωνίας προς την πρόοδο παρέμεινε στρωμένος με αγκάθια.
Ομάδες αξιωματικών είχαν οργανωθεί και στασιάσει και στο παρελθόν αλλά τώρα αιτία φαίνεται πως ήταν οι “προδοτικές” κυβερνήσεις προηγουμένων ετών, όπως τις χαρακτήριζαν. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε τον ίδιο αντίκτυπο σε όλους τους συμμετέχοντες. Αν για την Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ ο πόλεμος ήταν ένα ατελειώτο και πρωτοφανούς αγριότητας “σφαγείο” το οποίο δεν έπρεπε να επαναληφθεί, για την Ιαπωνία, που έλαβε μέρος με τη μεριά των Συμμάχων, ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός για την ολοκλήρωση του οράματος του αυτοκρατορικού της μεγαλείου. Κύκλοι εξτρεμιστών στις ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις και πολιτική ήθελαν τη συνέχιση της ιαπωνικής επέκτασης κι όχι τον περιορισμό.
Ωστόσο, το 1922 ακολουθώντας τη διεθνή τάση, η Ιαπωνία υπέγραψε τη συνθήκη της Ουάσινγκτον για τον περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών. Αυτή έθετε σαφείς οροφές στις κύριες ναυτικές μονάδες των μεγάλων Δυνάμεων και το 1930 συμπληρώθηκε με την Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου, που τη συμπλήρωνε για ό,τι αφορούσε τα υποβρύχια και τις νέες ναυπηγήσεις. Για την Ιαπωνία, όμως, αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Μεταξύ 1920 και 1930, η Ιαπωνία έκανε τολμηρές κινήσεις στην περιοχή της, διεισδύοντας στην οικονομία και πολιτική των γειτόνων της και κυρίως της Κίνας. Οι κινήσεις αυτές πλαισιώθηκαν σύντομα από ένοπλες επεμβάσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1931, μετά το επεισόδιο του Μούκδεν, η ιαπωνική Στρατιά του Κβαντούνγκ κατέλαβε την κινεζική Μαντζουρία καθιστώντας την προτεκτοράτο. Ενώ την Άνοιξη του 1932, το Ιαπωνικό Ναυτικό κινήθηκε επιθετικά για να “διασπάσει το μποϋκοτάρισμα των ιαπωνικών προϊόντων” στη Σαγκάη.
Η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) προσπάθησε να αναχαιτίσει τα τετελεσμένα της Ιαπωνίας καταδικάζοντας τις ενέργειές της, καλώντας την να αποσύρει τον στρατό από τη Μαντζουρία και να εγκαταστήσει διεθνή επιτροπή για την επαναφορά της κινεζικής κυριαρχίας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε τους Ιάπωνες απεσταλμένους να σηκωθούν και να φύγουν από την αίθουσα. Ήταν η αρχή της διάλυσης της ΚτΕ.
Μεταξύ 1932 και 1934, ιαπωνικές στρατιωτικές κινήσεις θα θέσουν πόδι βαθύτερα στο κινεζικό έδαφος μέχρι τα ιστορικά σύνορα του Μεγάλου Τείχους. Αφού οι διεθνείς πιέσεις δεν λειτουργούσαν αποτρεπτικά, στην Κίνα, που με τη σειρά της είχε περιπέσει σε εσωτερική κατάρρευση, μια κυβέρνηση εθνικιστών έκλεισε μια προσωρινή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τους Ιάπωνες.
Το 1936, οι εντάσεις εντός του ιαπωνικού στρατεύματος κορυφώνονταν. Αν οι διεθνείς εξελίξεις δεν ήταν αρκετές, το σώμα Ιαπωνών αξιωματικών βίωνε τον δικό του διχασμό μεταξύ των “Νέων αξιωματικών”, αποφοίτων της αυτοκρατορικής στρατιωτικής σχολής, που είχε επίπεδο κολλεγίου και των αποφοίτων της ανώτερης Σχολής Πολέμου, που προετοίμαζε τους αξιωματικούς μέσου και ανώτερου βαθμού.
Χολωμένοι για την εξελικτική τους στασιμότητα οι «Νέοι Αξιωματικοί» θεωρούσαν πως η Ιαπωνία έμενε πίσω και μια νέα επανάσταση στα πρότυπα του αυτοκράτορα Μεϊτζί ήταν απαραίτητη. Πολλοί πέρασαν στις ομάδες εξτρεμιστών της «Αυτοκρατορικής οδού» απαιτώντας την εκκαθάριση της ηγεσίας Ενόπλων Δυνάμεων και της κυβέρνησης από τους «παρατρεχάμενους του θρόνου» (φράση παρμένη από τα χρόνια του Μεϊτζί), την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, την ταχεία εκβιομηχάνιση, περαιτέρω επέκταση στην Κίνα και την επίθεση στην Σοβιετική Ένωση, με την οποία είχαν έρθει ήδη σε αντιπαράθεση στη Μαντζουρία.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1936, αξιωματικοί της οργάνωσης κινητοποίησαν τμήματα τριών επιλέκτων συνταγμάτων εντός του Τόκυο και κινήθηκαν εναντίον κυβερνητικών κτιρίων και οικιών νυν και πρώην μελών της κυβέρνησης. Το κίνημα πέτυχε να κυριαρχήσει σε όλο σχεδόν το Τόκυο και εκτέλεσε αρκετούς πολιτικούς, μεταξύ αυτών και δύο πρώην πρωθυπουργούς, αλλά απέτυχε να συλλάβει τον εν ενεργεία πρωθυπουργό, Κεϊσούκε Οκάντα και να κατάλαβει το αυτοκρατορικό παλάτι. Ο αυτοκράτορας, έξαλλος, διέταξε την πάταξη του κινήματος, κάτι που έγινε με την σταδιακή αντίδραση του υπόλοιπου στρατού μετά το μούδιασμα του αιφνιδιασμού.
Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να συγκεντρωθούν πιστά στον αυτοκράτορα στρατεύματα και να ανακαταληφθεί το έδαφος που κατείχαν οι αντάρτες αξιωματικοί με τις δυνάμεις που ήλεγχαν. Στο τέλος, οι 1.500 άνδρες των επαναστατών κυκλώθηκαν από 20.000 κυβερνητικά στρατεύματα.
Η επανάσταση τσακίστηκε αλλά η τιμωρία ήταν δύσκολο να αποδοθεί ακόμα κι αν ήταν εντολή από τον αυτοκράτορα. Στο έκτακτο στρατοδικείο που συνεκλήθη τον Απρίλιο προσήχθησαν 1.480 περίπου συλληφθέντες. Από αυτούς, μόλις οι 128 καταδικάστηκαν και 15 εκτελέστηκαν. Το κίνημα εξαρθρώθηκε αλλά ο στρατός αύξησε τον έλεγχο που είχε στην κυβέρνηση “για λόγους ασφαλείας”. Στο εξής, η ιαπωνική κυβέρνηση θα λειτουργήσει με έντονη στρατοκρατική παρέμβαση.