Στις 26 Νοεμβρίου 1939, στο χωριό Μαϊνίλα της Σοβιετικής Ένωσης, βόρεια του Λένινγκραντ, ελάχιστα μακρυά από τα σύνορα ΕΣΣΔ-Φινλανδίας, άρχισε να βρέχει οβίδες. Λίγα είναι γνωστά για το περιστατικό αλλά ο αντίκτυπός του ήταν τεράστιος.
Ο μηχανισμός προπαγάνδας του Σοβιετικού Κράτους εκκίνησε ελάχιστη ώρα μετά, στοχεόντας ως υπαίτιο το φινλανδικό πυροβολικό και χρωματίζοντας την έως τότε φιλειρηνική Φινλανδία ως κυνική επιτιθέμενη. Τέσσερις μέρες μετά από αυτό το εμφανώς προσχεδιασμένο επεισόδιο, 450.000 Σοβιετικοί στρατιώτες (21 Μεραρχίες), επιτίθενται σε όλο το μήκος της Φιννο-Σοβιετικής μεθορίου χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου.
Ο Σοβιετοφινλανδικός πόλεμος θα είναι ένα από τα πιο κυνικά παραδείγματα σοβιετικής επιθετικότητας, με τους Φινλανδούς να σημειώνουν ότι η επίθεση παραβίασε τρία διαφορετικά Σύμφωνα Μη Επιθέσεως, που είχαν υπογράψει με την ΕΣΣΔ.
Οι Φινλανδοί θα κάνουν έναν επιτυχημένο επιβραδυντικό αγώνα σε οικεία εδάφη, τα χιονισμένα και πυκνά δάση τους. Καλύτερα εξοπλισμένοι και συνηθισμένοι στο περιβάλλον από τους Σοβιετικούς, θα έχουν πολλές επιτυχίες εφαρμόζοντας τακτικές μικρών κλιμακίων, καταδρομές, ψυχολογικό πόλεμο και χρήση ελευθέρων σκοπευτών, ενώ βασίστηκαν και στην προσεκτικά προετοιμασμένη σειρά οχυρώσεων της «Γραμμής Μαννερχάϊμ», από το όνομα του αρχιστρατήγου τους.
Οι Σοβιετικοί θα έχουν τρομακτικές απώλειες λόγω των μαχών (περί τους 360.000 νεκρούς, τραυματίες, αγνοουμένους, αιχμαλωτισθέντες) στους τρείς μήνες του πολέμου αλλά τελικά θα επιτύχουν στον σκοπό τους. Πιεζόμενοι από το βάρος των αριθμών και χωρίς ουσιαστική βοήθεια, οι Φινλανδοί θα καμφθούν και θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν, χάνοντας τη βιομηχανική περιοχή της Καρελίας που αντιστοιχούσε στο 11% του εδάφους τους και στο 30% των παραγωγικών μέσων της χώρας.