Ο Στρατηγός Τσολάκογλου, διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, σε συνεννόηση με τους Αντιστρατήγους Παναγιώτη Δεμέστιχα (Α΄ Σώματος Στρατού) και Γεώργιο Μπάκο (Β΄ Σώματος Στρατού) και τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, υπογράφει πρωτόκολλο παράδοσης των ελληνικών στρατευμάτων στις Γερμανικές αρχές, παρακάμπτοντας τόσο τον διοικητή Στρατιάς όσο και τον Αρχιστράτηγο Παπάγο.
Με τον όγκο του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο και στην Αλβανία, ο “κεραυνοβόλος πόλεμος” των γερμανικών δυνάμεων στα αποδυναμωμένα νώτα της Μακεδονίας και Θράκης είχε να αντιμετωπίσει αποσκελετωμένες μονάδες, αποτελούμενες κυρίως από επιστράτους και με σημαντικά μειωμένο εξοπλισμό σε πυροβολικό και εφόδια. Η οχυρωματική γραμμή Μπέλες-Νέστου προσέφερε μια προσωρινή λύση, αλλά ήδη από τις 9 Απριλίου, η κατάληψη της Θεσσαλονίκης εξέθετε τα νώτα του Ελληνικού Στρατού σε άμεση περικύκλωση και καταστροφή.
Στο σημείο αυτό, διαφαίνεται η επιμονή του Ιωάννη Μεταξά και του Στρατάρχη Παπάγου για την αποστολή σημαντικών δυνάμεων Βρετανικών στρατευμάτων με τεθωρακισμένα και αντιαρματικά μέσα αλλά και ισχυρές δυνάμεις αεροπορίας. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν πολλά αλλά με τα μέτωπα που είχαν ανοιχτά δεν μπορούσαν να καλύψουν όλες τις ανάγκες. Η συγκρότηση από ελληνικής πλευράς μιας “μηχανοκίνητης” Μεραρχίας κυρίως από ιταλικά λάφυρα, δεν είχε ούτε το επίπεδο ούτε την μάζα για να αποτελέσει αντίπαλο δέος στις επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις, που απολάμβαναν μεταξύ άλλων και πλήρη αεροπορική κυριαρχία.
Οι εντολές του Ελληνικού επιτελείου, ήταν να προτάξουν οι λιγοστές δυνάμεις στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία όση περισσότερη αντίσταση μπορούσαν, θυσιαζόμενες ουσιαστικά μέχρι να κατορθώσει μεγάλο μέρος του στρατού να υποχωρήσει από την Ήπειρο και να αμυνθεί σε τοποθεσία που προσφερόταν για το σκοπό, πιθανότητα στα Τέμπη ή ρεαλιστικά νοτιότερα. Αυτό, φυσικά, σήμαινε θυσία των δυνάμεων της Μακεδονίας.
Ο Ελληνικός Στρατός, όμως, είχε κατορθώσει με κόπο να καλύψει την απόσταση από τα σύνορα με την Αλβανία μέχρι τον Αυλώνα περίπου και είχε περάσει έναν δύσκολο χειμώνα. Δεν μπορούσε έτσι απλά να εξακοντιστεί στην Κεντρική Ελλάδα μέσα σε λίγες μέρες, να οργανωθεί και να πολεμήσει. Τα ελληνικά τμήματα αναμένονταν απλά να κάνουν το καθήκον τους, χωρίς ελπίδα επιτυχίας.
Σε αυτό το πνεύμα, ο Στρατηγός Τσολάκογλου πρωτοστάτησε -ενάντια στις διαταγές που είχε λάβει- στην προσέγγιση και τη συνθηκολόγηση με τις γερμανικές αρχές. Τις επόμενες μέρες ο Τσολάκογλου θα υποχρεωθεί να υπογράψει και 2ο και 3ο πρωτόκολλο παράδοσης με δυσμενέστερους όρους στο οποίο να περιλαμβάνονται και οι Ιταλοί.
Ο Τσολάκογλου κατηγορήθηκε ως προδότης και επίορκος καθώς επελέγη και από τους Γερμανούς ως πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός, θέση που δεν κράτησε για πολύ, αφού παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1942. Μεταπολεμικά δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, με την ποινή του να μετατρέπεται σε ισόβια δεσμά, αναγνωρίζοντας την πολεμική του δράση από την εποχή των Βαλκανικών. Ο ίδιος σχολιάζοντας είπε:
«Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν’ αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.»