Ξεκινά η μεγάλη Μάχη της Θάλασσας των Φιλιππινών, της τελευταίας από τις πέντε μεγάλες μεταξύ αεροπλανοφόρων στο μέτωπο του Ειρηνικού, στο Β’ Παγκόσμιο.
Η συγκεκριμένη αποτελούσε μια από τις έσχατες προσπάθειες των Ιαπώνων να εξοστρακίσουν τις ΗΠΑ από τον πόλεμο, καταφέροντάς τους ένα συντριπτικό χτύπημα. Αν και η Ιαπωνία είχε ξεκινήσει με σημαντικά πλεονεκτήματα, έχοντας ισχυρό ναυτικό, τεχνολογικά ανώτερα αεροσκάφη και άφθονα στρατεύματα, οι πόροι της ήταν περιορισμένοι.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ ναι μεν βρέθηκαν το 1941 αδύναμες, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αμυντικής αδράνειας, μια μεγάλη οικονομική κρίση και με τον στόλο τους κατεστραμμένο στο Περλ Χάρμπορ, ωστόσο οι πόροι τους για την ανάπτυξη νέων αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων όπως και το ανθρώπινο δυναμικό, φαίνονταν ανεξάντλητα. Ενώ το γεγονός ότι η βιομηχανική βάση τους ήταν εκτός πλήγματος των Ιαπώνων, έκανε το ναυτικό και την αεροπορία τους να αυξήσουν με άλματα τη δύναμη τους και μέχρι το 1943, είχαν φτάσει και ξεπεράσει τους Ιάπωνες.
Στρατηγικά, οι Ιάπωνες προσδοκούσαν ότι θα μπορούσαν να κλονίσουν τις ΗΠΑ με ένα χτύπημα που θα προξενούσε τόσο μεγάλες απώλειες, ώστε η κοινωνική κατακραυγή και το κόστος αντικατάστασης των μέσων θα οδηγούσε σε συνθηκολόγηση. Αυτό τους έκανε να επιδιώκουν μια μεγάλη και αποφασιστική σύγκρουση, στην οποία θα είχαν το πάνω χέρι.
Τον Ιούνιο του 1944, οι Ιάπωνες προσπάθησαν να παρασύρουν τον αμερικανικό στόλο στην περιοχή των Φιλιππίνων στοχεύοντας τα νησιά Γκουάμ, Τινιάν και Σαϊπάν. Αν και είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες από τις προηγούμενες συγκρούσεις, οι Ιάπωνες επιστράτευσαν ακόμα και μοίρες αεροσκαφών του Στρατού με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης, για να πυκνώσουν το δίκτυο αεροσκαφών κρούσης τους και να προκαλέσουν τη μέγιστη δυνατή φθορά στους Αμερικανούς.
Στη σύγκρουση που ακολούθησε και χαρακτηρίστηκε από τους Αμερικανούς πιλότους “το μεγάλο κυνήγι γαλοπούλας των Μαριανών”, από την ευκολία με την οποία τα αεροσκάφη τους κατάφεραν χτυπήματα στα ιαπωνικά, ο αμερικανικός 5ος στόλος (15 αεροπλανοφόρα, 28 κύρια πλοία επιφανείας, 28 υποβρύχια, 58 αντιτορπιλικά) κατέστησε τον ιαπωνικό (9 αεροπλανοφόρα, 24 κύρια σκάφη επιφανείας, 24 υποβρύχια, 27 αντιτορπιλικά) ανίκανο να καταφέρει μακράς εμβέλειας πλήγμα βυθίζοντας 3 αεροπλανοφόρα του και καταστρέφοντας 600 περίπου από τα 750 αεροπλάνα του (οι Αμερικάνοι παρέταξαν 950).
Περιέργως, ο ναύαρχος Σπρούανς δέχτηκε σοβαρή κριτική στις ΗΠΑ για το “συντηρητικό” σχέδιο μάχης του, αλλά η πραγματικότητα ήταν πως οι Ιάπωνες “μάτωσαν” σε σημείο απόλυτης καταστροφής. Μπορεί να μην έχασαν πολλά πλοία αλλά οι απώλειες σε αεροσκάφη και -κυρίως- σε εκπαιδευμένους πιλότους, ήταν συντριπτικές.
Στο εξής, το Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό δεν θα μπορεί να συγκεντρώσει δυνάμεις για να πολεμήσει σε κατά παράταξη μάχη, καταλείποντας τις χερσαίες ιαπωνικές φρουρές των νησιών μόνες στη δύναμη των πυροβόλων, της αεροπορίας και των πεζοναυτών των ΗΠΑ. Η απουσία οργανωμένων ομάδων αεροπλανοφόρων και πιλότων ικανά εκπαιδευμένων να αντιμετωπίσουν τους Αμερικανούς, θα γεννήσει μια νέα τάση στο ιαπωνικό ναυτικό: τους πιλότους αυτοκτονίας kamikaze.