Οι γερμανικές μονάδες κατοχής εγκαταλείπουν την Αθήνα. Την ίδια στιγμή μια παλλαϊκή διαδήλωση νίκης και ευφορίας κατακλύζει τους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Το 1944 ο Άξονας βρισκόταν σε διαρκή υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα. Στις 4 Ιουνίου 1944 τα συμμαχικά στρατεύματα έμπαιναν στη Ρώμη. Δύο μέρες μετά οι Σύμμαχοι αποβιβάζονταν στις ακτές της Νορμανδίας. Στις 22 Ιουνίου ο ρωσικός στρατός συνέτριψε τη γερμανική Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» στη Λευκορωσία. Την 1η Αυγούστου θα ξεσπάσει η εξέγερση της Βαρσοβίας, ενώ δέκα μέρες αργότερα οι Σύμμαχοι αποβιβάζονται στη Νότια Γαλλία (επιχείρηση “Dragoon”). Στις 25, οι Γερμανοί εγκαταλείπουν το Παρίσι και η 2α Τεθωρακισμένη Μεραρχία των Ελεύθερων Γάλλων εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη. Την ίδια περίοδο τα φιλοναζιστικά καθεστώτα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη αρχίζουν να διαλύονται καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησιάζει ακάθεκτος.
Παράλληλα, στην Αθήνα, μεγάλη κινητικότητα παρουσίαζαν οι Γερμανοί ενόψει της απαγκίστρωσής τους. Μέριμνα τους ήταν να αποσυρθούν γρήγορα οι δυνάμεις τους από την Ελλάδα και στη συνέχεια από την Γιουγκοσλαβία και χωρίς απώλειες από ανταρτική δράση εναντίον τους.
Το Σεπτέμβριο, με τη μεσολάβηση πρακτόρων των γερμανικών αρχών (αναφέρεται το όνομα Ρόλαν Χάμπε), ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος, πτέραρχος Χέλμουτ Φέλμυ (General der Flieger Helmuth Felmy) προσέγγισε τον Θεμιστοκλή Σοφούλη για να προετοιμάσει μια συννενόηση με την κυβέρνηση Παπανδρέου στο Κάιρο. Ο Σοφούλης παρέπεμψε τον Φέλμυ στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, ως άνθρωπο με κύρος στον πληθυσμό και επαφές τόσο μεταξύ Γερμανών, όσο και Ελλήνων και Άγγλων.
Στις συζητήσεις του με τον Δαμασκηνό, ο μετριοπαθής Φέλμυ, αφού διαπραγματεύτηκε επιδέξια την απελευθέρωση των Ελλήνων κρατουμένων του στρατοπέδου Χαϊδαρίου –την τελευταία στιγμή πριν ο στρατηγός των Ες Ες Βάλτερ Σιμάνα (SS-Gruppenführer und Generalleutnant der Waffen-SS Walter Schimana) τους εκτελέσει- στη συνέχεια ζήτησε να επιδείξουν οι αντιστασιακές ομάδες «λογική στάση» προς τα υποχωρούντα στρατεύματα, ως ανταπόδοση στο να μην καταστρέψουν οι τελευταίες τις αστικές υποδομές Αθηνών και Πειραιώς. Οι Γερμανοί προσέγγισαν και Έλληνες πολιτικούς, όπως τον στρατηγό Πάγκαλο, γνωστό για τα αντικομμουνιστικά του αισθήματα, καθώς και εκπροσώπους του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ για να εξασφαλίσουν την αναίμακτη αναχώρηση τους.
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι διέρρευσαν τη φήμη ότι θα ανατίναζαν τις λιμενικές εγκαταστάσεις Πειραιώς, το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας, το αεροδρόμιο του Ελληνικού και το φράγμα του Μαραθώνα, κάτι που δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στον πληθυσμό και πίεσε για διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς.
Αν και δεν προκύπτει άμεσα από τις ιστορικές πηγές, υποθέτουμε ότι υπήρξε απευθείας συνεννόηση μεταξύ των Γερμανικών αρχών κατοχής και Βρετανών, που οδήγησε σε μια «συμφωνία κυρίων» (gentlemen’s agreement). Με αυτή πολλές γερμανικές φρουρές αποσύρθηκαν από τα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο με τάξη και χωρίς την παρενόχληση του βρετανικού στόλου και της αεροπορίας. Από την άλλη, οι καταστροφές των υποδομών που θα διέκοπταν τον επισιτισμό των Αθηνών (και όχι μόνο) δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Η «συμφωνία κυρίων» υπήρξε ένα από τα αινίγματα του πολέμου στην Ελλάδα και παρόλο που οι πηγές του ΕΑΜ την θεωρούν δεδομένη και προδοτική, δεν επαληθεύτηκε ούτε από τα βρετανικά ούτε από τα γερμανικά αρχεία.
Στις 4 Οκτωβρίου, οι Γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να εκκενώνουν τις απομακρυσμένες φρουρές τους. Την ίδια μέρα οι πρώτοι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην Πάτρα ενώ τμήματα του ΕΛΑΣ άρχισαν να θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο «Κιβωτός» του Συμμαχικού Στρατηγείου για τήρηση της τάξης-αποτροπή δολιοφθορών-ένταση της πίεσης προς τον εχθρό.
Στην Αθήνα, ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου πλήθη λαού αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε διάφορα σημεία της πόλης, ενώ ογκώδη συλλαλητήρια οργανώνονταν από τον ΕΑΜ. Όσο η μέρα της απελευθέρωσης πλησίαζε, η ατμόσφαιρα ηλεκτριζόταν όλο και περισσότερο.
Στις 6 Οκτωβρίου ο «Ριζοσπάστης» κάλεσε όλους τους πατριώτες να δείξουν «πειθαρχία και πνεύμα θυσίας», διότι η εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ομαλής πολιτικής ζωής αποτελεί εθνική επιταγή. Την ίδια ώρα, η ηγεσία της «κυβέρνησης του βουνού» άρχισε την πορεία της με κάθε μέσο, πεζή ή έφιπποι, προς την πρωτεύουσα.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944, η γερμανική σημαία υποστέλλεται από τον βράχο της Ακροπόλεως για τελευταία φορά μετά από τριάμισι χρόνια. Ένας Γερμανός αξιωματικός καταθέτει στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, το οποίο πετιέται από τον κόσμο λίγο μετά. Την προηγούμενη μέρα η Αθήνα έχει κηρυχθεί «ανοχύρωτη πόλη». Γερμανικό τμήμα πρόλαβε να ανατινάξει την προβλήτα του Πειραιά αλλά όχι τους Μύλους Αγίου Γεωργίου, που γλύτωσαν.
Στις 11:00 κι ενώ μεγάλες ομάδες πολιτών συγκεντρώνονται σε κεντρικά σημεία της πόλης, απόσπασμα 60 περίπου Γερμανών επιχείρησε να ανατινάξει τον ηλεκτρικό σταθμό στο Κερατσίνι. Το τμήμα ενεπλάκη σε δίωρη μάχη με τους οπλισμένους εργάτες του σταθμού, ομάδα 35 αστυνομικών και μονάδα του ΕΛΑΣ Αθηνών και διαλύθηκε με απώλειες 10 νεκρών και 15 τραυματιών. Οι Γερμανοί δεν ενίσχυσαν τους άνδρες τους ούτε επέμειναν ιδιαίτερα.
Στις 16 Οκτωβρίου οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Βουνού μπήκαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στα γραφεία της “Kommandantur” στην οδό Σίνα. Παντού επικρατούσε γενικός ενθουσιασμός, μεγάλοι σημαιοστολισμοί και συγκεντρώσεις, όπου επικρατούσαν συνθήματα όπως, «Ελευθερία», «Λαοκρατία» και «Τιμωρία των προδοτών». Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε τάξης διαδήλωναν τη χαρά της ελευθερίας που στερήθηκαν για τόσον καιρό. Την επόμενη μέρα, έφτασε με το «Αβέρωφ» από τον Πόρο και η εξόριστη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα υψώσει την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και μετά την πανηγυρική δοξολογία θα εκφωνήσει λόγο υπέρ της ομόνοιας και της εθνικής συνεννόησης.
Για λίγες έστω μέρες οι Έλληνες έζησαν το όνειρο της ελευθερίας και της ομόνοιας όπως λίγες φορές στην μακρά ιστορία τους. Τα σύννεφα όμως θα πύκνωναν γρήγορα και ο Δεκέμβριος ήταν κοντά.