Το επιταγμένο γερμανικό υπερωκεάνειο MV “Wilhelm Gustloff” τορπιλίζεται από το σοβιετικό υποβρύχιο S-13 στη Βαλτική, έμφορτο με πρόσφυγες από την εκκένωση της Ανατολικής Πρωσσίας. Κάπου 9.500 άνθρωποι πνίγονται κάνοντάς το το πιο πολύνεκρο ναυάγιο της ιστορίας.
Το MV “Wilhelm Gustloff” ναυπηγήθηκε μεταξύ 1935 και 1938 στο Αμβούργο από τα γνωστά ναυπηγεία της Blohm & Voss με σκοπό να γίνει ένα από τα “κρουαζιερόπλοια του λαού”, ένα πρόγραμμα του ναζιστικού κόμματος για παροχή διακοπών σε εργαζομένους του Ράιχ μέσα από το πρόγραμμα “Ισχύς μέσω της χαράς” (Kraft durch Freude).
Ήταν ένα κομψό σκαρί εκτοπίσματος 25.484 τόνων με πέντε καταστρώματα και 489 καμπίνες που μπορούσαν να φιλοξενήσουν 1.465 επιβάτες. Εξοπλισμένο με τέσσερις οκτακύλινδρους κινητήρες ντίζελ ΜΑΝ, που κινούσαν δύο τετράφυλλες προπέλες, είχε ταχύτητα 15,5 κόμβων και εμβέλεια 12.000 ναυτικών μιλίων. Αν και προοριζόταν να λάβει το όνομα “Adolf Hitler”, η δολοφονία του Wilhelm Gustloff, αρχηγού του ναζιστικού κόμματος στην Ελβετία το 1936, οδήγησε στο να πάρει το όνομά του.
Το 1939, ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωσή του επιτάχθηκε για τις ανάγκες του πολέμου και μετατράπηκε σε νοσοκομειακό πλοίο με το όνομα ‘Lazarettschiff D’, ενώ τον Νοέμβριο του 1940 μετατράπηκε σε πλωτό στρατώνα. Πριν από αυτό, είχε μεταφέρει τη γερμανική “Λεγεώνα Κόνδωρ” από την Ισπανία πίσω στη Γερμανία, μετά τη νίκη των Εθνικιστών του στρατάρχη Φράνκο. Ως στρατώνας υπηρέτησε εν όρμω φιλοξενώντας πάνω από 1.000 εκπαιδευομένους του 2ου Εκπαιδευτικού Στολίσκου Υποβρυχίων στο λιμάνι του Ντάντσιχ, που πλέον είχε μετονομαστεί σε Γκοτενχάφεν (σημερινή Γδύνια).
Τον Ιανουάριο του 1945, τα πράγματα στο Ανατολικό Μέτωπο ήταν τραγικά για τους Ναζί. Ο Κόκκινος Στρατός είχε αναλάβει πλέον την πρωτοβουλία πιέζοντας σε όλα τα σημεία. Στις 27 Ιανουαρίου οι Σοβιετικοί στρατιώτες έσπασαν οριστικά τον κλοιό του Λένινγκραντ στο βόρειο τμήμα του μετώπου και ξεχύθηκαν στην Πολωνία. Σειρά είχε η Ανατολική Πρωσσία, όπου οι δυνάμεις των Γερμανών δεν μπορούσαν πλέον να ανατρέψουν την πλημμυρίδα των σοβιετικών τεθωρακισμένων. Το γερμανικό επιτελείο εισηγήθηκε την εκκένωση της Ανατολικής Πρωσσίας (επιχείρηση Hannibal), ένα φαραωνικό έργο σε επίπεδο αριθμών, οργάνωσης και κυρίως χρόνου. Όλα τα διαθέσιμα πλοία κλήθηκαν να μεταβούν στα λιμάνια της Βαλτικής και να παραλάβουν όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαν. Το MV “Wilhelm Gustloff” κλήθηκε μετά από πέντε σχεδόν χρόνια ακινησίας να συμβάλει στην προσπάθεια.
Το λιμάνι του Γκοτενχάφεν ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο, ορισμένοι αναφέρουν ότι έως και 60.000 άνθρωποι συνωστίζονταν στην προκυμαία, άμαχοι από την Κουρλανδία, τη δυτική και ανατολική Πρωσσία, γυναίκες, παιδιά, τραυματίες του μετώπου, με κάρα ή με βαλίτσες και δισάκια, για να πάρουν την πολυπόθητη θέση σε ένα από τα πλοία που θα τους διεκπεραίωναν στο Κίελο και στη σωτηρία από τους Σοβιετικούς. Ο φόβος ήταν αισθητός. Αν ως άνετο υπερωκεάνειο μπορούσε να μεταφέρει 1.500 άτομα, υπολογίστηκε πως για το σύντομο σχετικά ταξίδι θα μετέφερε τους τριπλάσιους ή και περισσότερους. Τελικά, κανείς δεν έμαθε ποτέ πόσοι ακριβώς επιβιβάστηκαν στο “Wilhelm Gustloff”.
Το πλοίο απέπλευσε το απόγευμα της 30ής Ιανουαρίου 1945 για να εκμεταλλευτεί το σκοτάδι της νύχτας αποφεύγοντας τορπιλακάτους, υποβρύχια και αεροσκάφη. Ωστόσο, η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Προς το βράδυ ένα σήμα ενημέρωσε το “Wilhelm Gustloff” πως θα συναντούσε συνοδεία ναρκαλιευτικών. Φοβούμενος σύγκρουση με κάποιο από τα μικρά πλοία, ο κυβερνήτης του άναψε τα κόκκινα φώτα σήμανσης για να γίνει αντιληπτός από τα γερμανικά πλοία. Ατυχώς, έτσι έγινε εξίσου αντιληπτός από το σοβιετικό υποβρύχιο S-13 που περιπολούσε στην περιοχή.
Αναγνωρίζοντας έναν μεγάλο στόχο, ο κυβερνήτης του, πλοίαρχος Αλιεκσάντρ Μαρινέσκο, τοποθέτησε το υποβρύχιό του μεταξύ της ξηράς και του γερμανικού και από μερική ανάδυση εκτόξευσε τρεις τορπίλες (που έφεραν παραδοσιακά αναγεγραμμένα τα συνθήματα “για την πατρίδα”, “για τον σοβιετικό λαό” και “για το Λένινγκραντ”). Μια τέταρτη τορπίλη (“για τον Στάλιν”) έμεινε σφηνωμένη στον τορπιλοσωλήνα από τεχνική βλάβη. Οι τορπίλες χτύπησαν το “Wilhelm Gustloff” στην πλώρη, στο χώρο κάτω από τα φουγάρα και κοντά στο μηχανοστάσιο ανοίγοντας μεγάλα ρήγματα και πλημμυρίζοντας το. Σύντομα, το τεράστιο πλοίο έλαβε κλίση και βυθίστηκε.
Το χτύπημα στο MV “Wilhelm Gustloff” οδήγησε σε ένα από τα χειρότερα ναυάγια της ιστορίας, σίγουρα στο πιο πολύνεκρο. Πολλοί ιστορικοί υπολογίζουν τα θύματα σε κάπου 9.500 περίπου, αφού από τους 10.000 ή και περισσότερους επιβαίνοντες, μόλις 1.252 διασώθηκαν. Αν και δόθηκαν αρκετά σωσίβια γιλέκα για όλους, ο αριθμός των επιβαινόντων δεν χωρούσε στις λέμβους διάσωσης ενώ οι πιθανότητες επιβίωσης στα παγωμένα νερά της Βαλτικής ήταν μηδαμινές.
Μετά τον πόλεμο, οι κατηγορίες για έγκλημα πολέμου αντικρούστηκαν με επιτυχία από το σοβιετικό ναυτικό, που δήλωσε πως το πλοίο, που ήταν βαμμένο με το γκρι χρώμα του Kriegsmarine (ως πλωτός στρατώνας) και χωρίς άλλα διακριτικά, διεθνή ή όχι, που θα αποδείκνυαν πως εκτελούσε ανθρωπιστική αποστολή, δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί ως μεταφορικό αμάχων, Κατά συνέπεια, η πράξη του κυβερνήτη Μαρινέσκο ήταν όχι απλά δικαιολογημένη αλλά και επιβεβλημένη από τις συνθήκες του πολέμου. Μάλιστα, το S-13 συνέχισε την περιπολία του και βύθισε άλλο ένα επιταγμένο εμπορικό που συμμετείχε στην επιχείρηση εκκένωσης, το “Steuben”, των 14.660 τόνων που μετέφερε 4.000 τραυματίες και αμάχους. Για τη δράση του το σοβιετικό επιτελείο τίμησε το υποβρύχιο με το μετάλλιο της Κόκκινης Σημαίας ενώ όλα τα μέλη του πληρώματος έλαβαν το παράσημου του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Κατηγορητήρια υπήρξαν και εναντίον Γερμανών αξιωματικών. Τη στιγμή της βύθισης το “Wilhelm Gustloff” είχε τέσσερις κυβερνήτες, τον κυβερνήτη του πλοίου, δύο του εμπορικού ναυτικού που γνώριζαν τα νερά και τον αντιπλοίαρχο Wilhelm Zahn των υποβρυχίων, που παρενέβαινε στη χάραξη πορείας και στις διαταγές. Ο τελευταίος προσήχθη σε ναυτοδικείο γιατί έπρεπε να αναλάβει τη διοίκηση του πλοίου ως ευρισκομένου σε πολεμική αποστολή, αλλά η κατάρρευση του Ράιχ ακύρωσε την όποια διαδικασία.
Ο Μαρινέσκο έγραψε ένα βιβλίο μετά τον πόλεμο (“Ανάλυση των τορπιλικών επιθέσεων του S-13”) αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Η σκληρή γλώσσα του και η κριτική που ασκούσε στις τακτικές και στις αποφάσεις των ανωτέρων του όχι μόνο “έθαψαν” το βιβλίο αλλά και τον ίδιο. Αποκλειοντάς τον από προαγωγές, οδηγώντας σε αποπομπή του από το Ναυτικό και τέλος σε καταδίκη του σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.