Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθετεί πρόταση για διαμελισμό της Παλαιστίνης (απόφαση 181 ΙΙ) μετά τη λήξη της Βρετανικής Εντολής, την 1η Αυγούστου 1948.
Βρισκόμαστε στην εποχή της σταδιακής αποαποικιοποίησης του κόσμου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην διάρκεια του τελευταίου, μεγάλες αποικιακές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο), είχαν δοκιμαστεί σκληρά και σε αρκετές περιπτώσεις είχαν κατακτηθεί από τα γερμανικά στρατεύματα. Στη συνέχεια είχαμε το φαινόμενο “διπλών” κυβερνήσεων, τόσο δοσιλογικές εντός της χώρας, όσο και “εξόριστες”, κυρίως υπό την προστασία της Βρετανίας, με προσδοκία επανόδου στο προπολεμικό καθεστώς, ύστερα από την απελευθέρωση. Σε ό,τι αφορά στις αποικίες τους όμως, η χαλάρωση της σχέσης με το “κέντρο”, αποτέλε διέξοδο για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού.
Στην περίπτωση της Παλαιστίνης, η περιοχή αποτελούσε την ιστορική κοιτίδα των Ισραηλιτών, μέχρι την καταστροφή του κράτους τους και την υποχρεωτική διασπορά του πληθυσμού, από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο το 70 π.Χ. Τότε κάπου 1.100.000 Εβραίοι της Ιουδαίας θανατώθηκαν, ή διεσπάρησαν σε γειτονικά βασίλεια (Περσίας, Βαβυλώνας, Συρίας), όπως και εντός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως δούλοι.
Το αίτημα όμως για ένα ανεξάρτητο εβραϊκό κράτος αποτελούσε διακαή πόθο του Σιωνιστικού κινήματος από τον 19ο αιώνα, και κορυφώθηκε με το έργο του Theodor Herzl το 1897, ενώ έλαβε κάποια αναγνώριση με την υποσχετική της Διακήρυξης Balfour το 1917. Η τελευταία αποτελεί την πρώτη αναγνώριση του δικαίου της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν.
Ακολούθησαν χρόνια αργότερα οι ναζιστικοί διωγμοί στην Ευρώπη, προκαλώντας ένα μαζικό κύμα φυγής προς τη γη της Παλαιστίνης (τη λεγόμενη Aliyah). Έτσι υπολογίζεται πως μεταξύ 1930 και 1945, 110.000 Εβραίοι μετακινήθηκαν στην Παλαιστίνη, αλλάζοντας σημαντικά τον εθνολογικό χάρτη.

Οι Άραβες της Παλαιστίνης θεωρούσαν και αυτοί την περιοχή πατρογονική εστία της ομοεθνίας τους, από τον 7ο αιώνα, με την εγκαθίδρυση του Πατριαρχικού Χαλιφάτου (Ρασιντούν). Μεγάλα γεγονότα της Ισλαμικής ιστορίας είχαν επίκεντρο την Παλαιστίνη, όπως η μάχη του Γιαρμούκ (ευρύτερη Συρία), που απομάκρυνε την περιοχή από τη Βυζαντινή κυριαρχία, και η ίδρυση του χαλιφάτου των Ομεϋάδων με την ανάδειξη της Ιερουσαλήμ ως ισλαμικής πρωτεύουσας και έδρας του Μεγάλου Τεμένους. Εκεί είχαμε και τους αγώνες κατά των Χριστιανών Σταυροφόρων, όπως και την απώθηση των Μαμελούκων της Αιγύπτου στη μάχη του Αΐν Γιαλούτ.
Η περιοχή πέρασε σε οθωμανική κυριαρχία μέχρι την κατάρρευση της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η Παλαιστίνη βρέθηκε υπό Βρετανική Εντολή.
Από το 1922 ως το τέλος το 1947 οι Βρετανοί διοίκησαν την Παλαιστίνη ως οιονεί αποικία τους, αντιμετωπίζοντας ταραχές και μικροεξεγέρσεις τόσο από τους Άραβες όσο και από τους Εβραίους, ο αριθμός των οποίων διαρκώς αυξανόταν. Με τον αποικιακό έλεγχο της περιοχής να χαλαρώνει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δύο κοινότητες, Αράβων και Εβραίων της Παλαιστίνης, ήρθαν σε αντιπαράθεση ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση της Βρετανικής αποχώρησης. Μυστικές οργανώσεις και ομάδες κρούσης καταφέρονταν σε χτυπήματα κατά των Βρετανών και μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που θρήνησαν 1.000 νεκρούς και διπλάσιους τραυματίες.
Μπροστά στον κίνδυνο ανθρωπιστικής καταστροφής και αιματοχυσίας με συμμετοχή των γειτονικών αραβικών κρατών, που ήδη είχαν εκδηλώσει την αντίθεσή τους στην δημιουργία εβραϊκού κράτους, ο ΟΗΕ προέβη σε μια “Σολομώντεια λύση”. Διακηρύσσοντας τον διαμοιρασμό των Παλαιστινιακών εδαφών σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα αραβικό κι ένα εβραϊκό. Η λύση δεν ήταν -ασφαλώς- τέλεια αλλά έδινε ένα βιώσιμο πάτημα για το μέλλον.
Το σχέδιο είχε μελετήσει και συντάξει η Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη και προέβλεπε την αποχώρηση των βρετανικών αρχών σε τέσσερις διαδοχικές φάσεις και την ανάληψη της διαχείρισης των κρατικών θεσμών από Εβραϊκές και Αραβικές αρχές, σε κοντινή σχεδόν εδαφική αναλογία (ουσιαστικά 56-43% υπέρ του εβραϊκού στοιχείου, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκή εισρροή Εβραίων της διασποράς στην περιοχή).
Η προσπάθεια της Επιτροπής ήταν οι δύο κοινότητες να ήταν όσο το δυνατόν εθνικά ομοιογενείς, αν και αυτό δεν ήταν απόλυτα δυνατόν, και να έχουν εξίσου πρόσβαση σε πηγές νερού, καλλιεργήσιμη γη και θάλασσα. Η πόλη της Ιερουσαλήμ θα παρέμενε σε διεθνές καθεστώς.
Τριάντα τρεις χώρες ψήφισαν υπέρ του σχεδίου, 13 κατά (μεταξύ αυτών η Ελλάδα και η Τουρκία) και 11 απείχαν. Το σχέδιο παρά τα μειονεκτήματά του έγινε δεκτό από την εβραϊκή πλευρά ως βάση μπροστά στο διαφαινόμενο χάος, αλλά απορρίφθηκε από την αραβική. Η περίοδος μέχρι την αποχώρηση των Βρετανών τον Μάιο του 1948 θα σημαδευτεί από διαρκείς συγκρούσεις, τρομοκρατικά χτυπήματα και έκτροπα, ένα πρελούδιο για τα όσα θα ακολουθούσαν.