Με πρωτοβουλία της Κυπριακής Εθναρχίας πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1950 δημοψήφισμα στην Κύπρο, με αίτημα την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Η κίνηση της Εθναρχίας έγινε παρά την αντίθεση της Βρετανικής αποικιακής κυβέρνησης και ενώ πολιτικές αρχές σε Κύπρο και Ελλάδα απέφυγαν νωρίτερα παρόμοια πρωτοβουλία.
Η Κύπρος, αποικία της Βρετανίας επίσημα από το 1925 (και υπό βρετανική κυριαρχία ήδη από το 1878), είχε το προνόμιο να κατοικείται κατά πλειονότητα από Ελληνικό πληθυσμό ο οποίος πολλές φορές συμμετείχε στις Βρετανικές πολεμικές περιπέτειες, με την υπόσχεση κάθε φορά της απόδοσης της κυριαρχίας του νησιού στο ελληνικό κράτος. Το γεγονός πως η Βρετανική πλευρά υποχωρούσε στις δεσμεύσεις της κάθε φορά που ο κίνδυνος απομακρυνόταν, είχε από καιρό δημιουργήσει αισθήματα πικρίας και αγανάκτησης στον κυπριακό πληθυσμό, ωθώντας όλο και περισσότερους στην επιλογή πιο ριζοσπαστικών δράσεων.
Έτσι, μετά από συνεννόηση της Εκκλησίας της Κύπρου και του κόμματος ΑΚΕΛ, διοργανώθηκε δημοψήφισμα για την Ένωση με την Ελλάδα. Όπως ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Μακάριος ο Γ’, σε τότε εγκύκλιο του: «Κυπριακέ λαέ, καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος επιτελέσεις και τώρα το προς την δούλην πατρίδα σου καθήκον μετ’ ενθουσιασμού. Δι’ Ένωσιν και μόνον Ένωσιν ηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ένωσιν και μόνον Ένωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφου σου. Εμπρός Κύπριοι, όλοι εις τα επάλξεις διά την μάχην του Δημοψηφίσματος, διά την εθνικήν μας αποκατάστασιν, διά την Ενωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα».
Στο δημοψήφισμα, που διενεργήθηκε σε δύο Κυριακές, 15 και 21 Ιανουαρίου, υπερψηφίστηκε η “Ένωση” από το 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου (215.108 επί συνόλου 224.757) ενώ υπέρ ψήφισαν και κάποιοι Τουρκοκύπριοι, παρά την αντίθετη άποψη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν στις 29 Ιανουαρίου και οργανώθηκαν πρεσβείες αντιπροσώπων οι οποίες στάλθηκαν στο εξωτερικό για να προωθήσουν το δίκαιο του αιτήματος, στις μεν δυτικές χώρες από την Εθναρχία και στις σοσιαλιστικές από το ΑΚΕΛ.
Αν και τα αποτελέσματα των αντιπροσωπειών ήταν ισχνά, αφού καμία χώρα -ακόμα και η Ελλάδα- δεν έδειξε να είναι διατεθειμένη να στηρίξει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αναγνωρίζεται πως αυτό αποτέλεσε σταθμό στη διεθνοποίηση του Κυπριακού και στην έκφραση της αληθινής βούλησης του Κυπριακού λαού.