Το πρωτότυπο του “βαρέως βομβαρδιστικού, μακράς ακτίνας, μεγάλου ύψους” YB-52, 49-231, πραγματοποιεί την παρθενική του πτήση. Το 49-231 ήταν το δεύτερο πρωτότυπο του νέου βομβαρδιστικού της Boeing. Το πρώτο, το 49-230, είχε υποστεί σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια των δοκιμών εδάφους και δεν ήταν διαθέσιμο. Έτσι, το -231 απογειώθηκε σαν σήμερα, στις 15 Απριλίου 1952.
Καθώς ο αεροπορικός βομβαρδισμός ήταν ακόμα ο μοναδικός τρόπος ρίψης ατομικών όπλων, οι βασικοί ανταγωνιστές, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, είχαν αποδυθεί σε μια προσπάθεια κατασκευής των ικανότερων στρατηγικών βομβαρδιστικών, αναζητώντας την πρωτοπορία σε ταχύτητα, εμβέλεια και μεταφορική ικανότητα. Μάλιστα η Αεροπορία των ΗΠΑ, που τελείωσε τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας με τη χρήση των Β-29, γνώρισε τρεις γενιές στρατηγικών βομβαρδιστικών μέσα σε πέντε μόλις χρόνια! (Β-36, Β-47, Β-52).
Από τη στιγμή που οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ γίνονταν όλο και πιο “ψυχρές”, η αμερικανική κυβέρνηση επεξεργάστηκε την στρατηγική της “ανάσχεσης” της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας του κόσμου. Εκεί η αμερικανική αεροπορία έπρεπε να αποκτήσει την ικανότητα μαζικού πλήγματος από όλες τις κατευθύνσεις, από τη δυτική Ευρώπη, την κεντρική Ασία και τον Αρκτικό Κύκλο με τα βομβαρδιστικά της να πετούν “χωρίς την ανάγκη προσγείωσης για ανεφοδιασμό σε ενδιάμεσες βάσεις που ελέγχονται από τρίτες χώρες” μεταφέροντας τα πυρηνικά τους φορτία. Η στρατηγική εμβέλεια είχε καταστεί πρωταρχικής σημασίας.
Tο νέο αεροσκάφος σχεδιάστηκε το 1948 ως βασικός φορέας πυρηνικού βομβαρδισμού, που θα αντικαθιστούσε τα Convair B-36, αλλά το σχέδιό του μετήλθε πολλών αλλαγών: από ίσιες σε οπισθοκλινείς πτέρυγες και από 6 κινητήρες turboprop σε 8 κινητήρες turbojet, ως το 1955 που εισήλθε τελικά σε υπηρεσία με την USAF.
Αρχικά, το αεροσκάφος δεν έγινε δεκτό με τόσο ενθουσιασμό από τα πληρώματά του, που το αποκαλούσαν BUFF (Big Ugly Fat Fucker/Fella). Γρήγορα όμως το Stratofortress κέρδισε τον σεβασμό των χειριστών του με την αξιοπιστία, την αντοχή και τις επιδόσεις του. Παρά το μέγεθός του (56 μέτρα εκπέτασμα πτερύγων και 49 σε μήκος ατράκτου) το άσχημο αεροσκάφος πετά με σχεδόν υπερηχητική ταχύτητα (0,9 Mach ή 960 χλμ/ώρα) στα 55.000 πόδια και με 0,5 Mach (600 χλμ/ώρα) σε πολύ χαμηλό ύψος, αφού έχει εξαιρετική σταθερότητα. Όταν ολοκληρώθηκε, το Β-52 ήταν το μεγαλύτερο σε μέγεθος αεριωθούμενο αεροσκάφος που είχε κατασκευαστεί. Συνολικά, 744 κατασκευάστηκαν στην περίοδο 1952 ως 1962.
Η πρώτη έκδοση -Α ήταν περισσότερο δοκιμαστική και δεν εντάχθηκε σε υπηρεσία. Αντίθετα ο τύπος Β-52Β εντάχθηκε στη Διοίκηση Στρατηγικής Αεροπορίας των ΗΠΑ και στη συνέχεια από την έκδοση -C ως -F δέχτηκε διαρκείς βελτιώσεις, κυρίως στον τομέα της ακτίνας δράσης με νέες δεξαμενές καυσίμου και ενσωμάτωση ικανότητας εναερίου ανεφοδιασμού. Νέα όπλα πιστοποιήθηκαν στο αεροσκάφος, από πυρηνικές βόμβες, έως συμβατικές, νάρκες, πυραύλους cruise και πυραύλους εναντίον πλοίων.
Το Β-52 πολέμησε σε όλες σχεδόν τις αναμετρήσεις των ΗΠΑ, από το Βιετνάμ ως σήμερα, ξεκινώντας από συμβατικούς, ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς το 1965 κατά του Βορείου Βιετνάμ από βάσεις στο Γκουάμ, στην Οκινάουα και στην Ταϋλάνδη. Το Β-52Η άλλαξε τους κινητήρες turbojet με πιο αποδοτικούς turbofans. Στη δεκαετία του 1980 τα βομβαρδιστικά εξοπλίστηκαν στους πυλώνες των πτερύγων τους με πυραύλους cruise τόσο με συμβατική όσο και πυρηνική κεφαλή.
Το 1991, στη διάρκεια του Πρώτου Πολέμου του Περσικού, Β-52Η απογειώθηκαν από τις βάσεις τους στη Λουϊζιάνα και με διαδοχικούς ανεφοδιασμούς εν πτήσει έφτασαν και βομβάρδισαν στόχους στο Ιράκ και επέστρεψαν με τον ίδιο τρόπο. Το ταξίδι των 23.000 χλμ. κράτησε 35 ώρες και έγινε για να επιδείξει τις ικανότητες των αεροσκαφών και των πληρωμάτων τους, αφού άλλα Β-52 επιχειρούσαν ήδη από βάσεις στη Βρετανία, στην Ισπανία, στη Σαουδική Αραβία και στο Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό ωκεανό.
Παρά την ένταξη σε υπηρεσία νεώτερων και ικανότερων αεροσκαφών, όπως το B-1 Lancer και το B-2 Spirit στο ρόλο του πυρηνικού βομβαρδισμού, τα Β-52 συνέχισε να αναβαθμίζεται και να υπηρετεί στην Αμερικανική Αεροπορία βελτιώνοντας διαρκώς τον ηλεκτρονικό του εξοπλισμό και ενισχύοντας δομή της ατράκτου και των πτερύγων του. Το μεγάλο αεροσκάφος αποδείχθηκε όχι μόνον ανθεκτικό αλλά και εξαιρετικά προσαρμόσιμο στις νέες καταστάσεις και αυτός είναι ο “δαρβινικός κώδικας” για την επιβίωσή του ως σήμερα, εκεί που άλλα νεότερα σχέδια δεν μακροημέρευσαν.
Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά συνεχίζει να υπηρετεί ευδόκιμα ως βομβαρδιστικό και πλατφόρμα δοκιμών νέων όπλων και πειραματικών αεροσκαφών. Ο αντικαταστάτης του το Β-21, αναμένεται να τεθεί σε παραγωγή από τα μέσα της δεκαετίας. Θα είναι αυτό το τέλος των Β-52; Θα δούμε…