Ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Κυριάκος Μάτσης πέφτει μαχόμενος ηρωϊκά κατά των βρετανικών δυνάμεων, στο κρησφύγετό του στο χωριό Δίκωμο.
Μια από τις εμβληματικότερες μορφές της κυπριακής αντίστασης κατά των Βρετανών, ο Μάτσης γεννήθηκε στο χωριό Παλαιχώρι της επαρχίας Λευκωσίας και μεγάλωσε στην περιοχή της Αμμοχώστου, όπου τελείωσε και το Γυμνάσιο. Σπούδασε γεωπονική στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέπτυξε έντονη δράση υπέρ του κυπριακού αγώνα, προσπαθώντας να ενημερώσει και να συνεγείρει τους Έλληνες και ειδικά τους φοιτητές για το Κυπριακό. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού, Γρηγόρη Αυξεντίου.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο οργανώθηκε στην ΕΟΚΑ και ανέπτυξε δράση, αρχικά το 1955 ως τομεάρχης Αμμοχώστου, κατόπιν αρχηγός συνδέσμων και από το 1956 ως τομεάρχης Κερυνείας. Παράλληλα είχε και συνδικαλιστική δράση, ως μέλος της Παναγροτικής Ένωσης Κύπρου, ενώ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και φροντίδα και για τη βοήθεια και υποστήριξη των μαθητών και νέων.
Τον Ιανουάριο του 1956 συνελήφθη από τους Βρετανούς, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στα κρατητήρια Ομορφίτας αλλά δεν λύγισε. Ο ίδιος ο κυβερνήτης, στρατάρχης Τζον Χάρντινγκ, τον επισκέφτηκε στο κρατητήριο και προσπάθησε να τον πείσει να προδώσει τις θέσεις και τα ονόματα της οργάνωσης, προσφέροντας του μισό εκατομμύριο λίρες και γη στην Αυστραλία για να κρυφτεί. Ο Μάτσης χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και του απάντησε με τη φράση: “Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής. Λυπούμαι εξοχότατε, αλλά με προσβάλλετε”.
Μετά την αποχώρηση του Χάρντινγκ, η συμπεριφορά προς τον Μάτση άλλαξε και μετατέθηκε στις φυλακές Κοκκινοτριμιθιάς. Εκεί, οι συνθήκες ήταν σαφώς πιο χαλαρές και τα περιθώρια δράσης μεγαλύτερα. Ο Μάτσης ανέπτυξε σχέσεις με τους συγκρατουμένους του, οργάνωσε βιβλιοθήκη και μαθήματα για τους ανηλίκους κρατουμένους και ομάδες συζήτησης για τους μεγαλύτερους, που προσπαθούσε να τους κρατήσει στο πνεύμα του αγώνα, καθώς δεν ήταν όλοι μέλη της ΕΟΚΑ αλλά συλληφθέντες για υποψία δράσης υπέρ αυτής. Οργάνωσε επίσης ένα σημαντικό δίκτυο αποδράσεων που αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικό. Σε μία από αυτές, ξέφυγε και ο ίδιος στις 13 Σεπτεμβρίου 1956.
Για τη εκ νέου ένταξη του στον αγώνα, στην περιοχή της Κερύνειας πλέον, επικηρύχθηκε με το ποσό των 5.000 λιρών, νεκρός ή ζωντανός. Στις 19 Νοεμβρίου 1956, ο Μάτσης με μικρή ομάδα συντόφων του βρισκόντουσαν σε κρησφύγετο της οργάνωσης στο χωριό Δίκωμο, κοντά στον Πενταδάκτυλο. Μετά από προδοσία, βρετανικές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν το σπίτι και άρχισαν να καλούν σε παράδοση. Ο Μάτσης έκαψε όλα τα χαρτιά και έγγραφα στην κατοχή του και συμβούλευσε τους συντρόφους του να παραδοθούν. Μένοντας μόνος αποκρίθηκε στις εκκλήσεις των Βρετανών: “Αν βγω, θα βγω πυροβολώντας”. Στην ανταλλαγή πυρών που ακολούθησε, οι Βρετανοί στρατιώτες ανατίναξαν το δωμάτιο με χειροβομβίδα σκοτώνοντας τον αγωνιστή.
Στον ηρωϊκό του θάνατο, ο Γρίβας απάντησε με τη φράση “ζήτωσαν οι αγωνισταί μας” ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε για τον Μάτση “Ο ήρωας, αληθινό φωτόδεντρο. Προχώρησε αμείλικτος μέσα στο φως, όπως ο Ιησούς Χριστός. Γνήσιο άλας της γης”. Το κομματιασμένο σώμα του μεταφέρθηκε στη Λευκωσία όπου ετάφη στις κεντρικές φυλακές, στο χώρο των “φυλακισμένων μνημάτων” και βρίσκεται εκεί ως σήμερα.