Πραξικόπημα υποκινούμενο από τη χουντική κυβέρνηση των Αθηνών θα ανατρέψει τον Πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον ΙΙΙ, ξεκινώντας έναν βαθύ διχασμό στο νησί. Νεός πρόεδρος ορίζεται ο Νικόλαος Σαμψών, επικεφαλής του κόμματος της Προοδευτικής Παράταξης. Το πραξικόπημα και η πολιτική αναταραχή θα δώσουν στην Άγκυρα την αφορμή που ζητούσε για να εισβάλει στο νησί.
Το 1974 η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία δεν μετρούσε ούτε 15 χρόνια ύπαρξης. Δημιούργημα των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, η πρώην βρετανική αποικία με πλειονότητα ελληνικού πληθυσμού, είχε περάσει μια 30ετία αναταραχών και 5 χρόνια ενόπλου αγώνα της οργάνωσης ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Και βέβαια έχοντας βιώσει τη λυσσώδη βρετανική προσπάθεια να κρατήσει το νησί ως αποικία, πριν αποφασισθεί μετά από τρομερή έκθεση στη διεθνή κοινή γνώμη, να παραχωρηθεί ανεξαρτησία.
Φεύγοντας, οι Βρετανοί άφησαν παρακαταθήκη ένα αποδοτικό σύστημα οργάνωσης και δημόσιας διοίκησης, δυο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις που θα έμεναν υπό τον έλεγχό τους και μια υφέρπουσα αντίθεση και καχυποψία μεταξύ των τουρκικής και ελληνικής καταγωγής κατοίκων που αποτέλεσε τη βάση του διχασμού. Αν, όμως, η βρετανική ανισοβαρής αντιμετώπιση των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν η βάση, ο καταλύτης του διχασμού ήταν οι ειδικές πρόνοιες των συμφωνιών ίδρυσης του νέου κράτους. Όπου η Κύπρος θα γινόταν ανεξάρτητη, για να μην γίνει μέρος της Ελλάδας.
Η Βρετανική διοίκηση, με εμπειρία αιώνων στην αντιμετώπιση τοπικών αναταραχών και εξεγέρσεων στις αποικίες της, εφάρμοσε την τακτική “διαίρει και βασίλευε”. Εντόπισε την επόμενη ισχυρότερη ανταγωνιστική δύναμη, την προσέγγισε και την προσεταιρίστηκε. Οι Τουρκοκύπριοι έγιναν προνομοιακοί συνεργάτες των Βρετανών κατά τη διάρκεια της κυπριακής αντίστασης από το 1930 και μετά, ενώ οι επαφές με την “μητέρα” Τουρκία δεν πρέπει να αποκλείονται. Άλλωστε, η Κύπρος ήταν πάντα στρατηγικό στήριγμα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και οθωμανικό έδαφος (τυπικά) ως το 1878. Αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις, με τους Βρετανούς να τηρούν ζηλόφθονα τα αρχεία της εποχής στο απόρρητο, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι οι σχέσεις Βρετανίας-Τουρκίας συζεύτηκαν για να αποτρέψουν την Ένωση Κύπρου-Ελλάδος.
Η Κύπρος γινόταν, λοιπόν, ανεξάρτητο κράτος αλλά τελούσε ακόμα υπό καθεστώς εγγυήσεων: της Βρετανίας, ως πρώην κυρίαρχου, της Ελλάδας ως εκπροσώπου της πλειονότητας και της Τουρκίας ως αναλόγου της μειονότητας. Το καθεστώς εγγυήσεων καθιέρωνε συννενόηση και ίση θέση μεταξύ των εγγυητριών αλλά στην πράξη είχε μέσα του το σπόρο της σύγκρουσης. Το Σύνταγμα του 1960 που έδινε στην Τουρκοκυπριακή μειονότητα δικαιώματα και προνόμια δυσανάλογα μεγαλύτερα της θέσης τους δεν βοήθησε, ενώ η ασύδοτη δράση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών πυροδότησε εθνοτικές διαμάχες και δύο κύκλους συγκρούσεων μέσα στην πρώτη πενταετία ύπαρξης του κυπριακού κράτους. Ο κύκλος του αίματος είχε ανοίξει.
Το 1974, η επιθυμία του “αοράτου δικτάτορα”, Δημητρίου Ιωαννίδη να ελέγξει με μια αιφνιδιαστική κίνηση την εξουσία στην Κύπρο, άνοιξε την πόρτα του μεγαλύτερου εθνικού δράματος από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ήταν μέλος των πραξικοπηματιών του 1967, μέλος του παλιού ΙΔΕΑ και μέλος ή κεφαλή πολλών προσπαθειών συνωμοσιών και κινημάτων εντός στρατεύματος και πριν το 1967. Το 1973, αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, ανέλαβε δράση και ανέτρεψε την κυβέρνηση Μαρκεζίνη θέτοντας σε περιορισμό τον συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, που είχε αυτοχριστεί πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Θέλοντας, πιθανότατα, να ισχυροποιήσει τη θέση του, ο Ιωαννίδης ήρθε σε συνεννόηση με Αμερικανικούς συντηρητικούς κύκλους για να ανατρέψει τον πρόεδρο της Κύπρου, αρχιεπίσκοπο Μακάριο και να επιφέρει την πολυπόθητη σε Ελλάδα και Κύπρο ένωση. Ο Ιωαννίδης ήταν αρκετά έξυπνος για να αντιληφθεί πως οι ΗΠΑ, ως κυρίαρχος δύναμη στη Μεσόγειο, δεν μπορούσαν να μείνουν στο σκοτάδι. Δεν ήταν, όμως, αρκετά ευφυής για να καταλάβει πως οι Μεγάλες Δυνάμεις κοιτούν πρώτα τα συμφέροντά τους και αυτά δεν ταυτίζονται πάντα με τις προσδοκίες των μικρότερων.
Ο Ιωαννίδης προέβαλλε το γεγονός ότι ο Μακάριος ήταν οπαδός της ουδετερότητας, φλέρταρε με το ‘κίνημα των Αδεσμεύτων’ και είχε χρεωθεί με την αποτυχημένη προσπάθεια μυστικού εξοπλισμού της Κύπρου με σοβιετικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους το 1965-66. Ως δεδηλωμένος αντι-κομμουνιστής και εκπαιδευμένος στο ΝΑΤΟ, ο Ιωαννίδης θεωρούσε τον εαυτό του φυσικό σύμμαχο των ΗΠΑ και πίστεψε πως θα υποστηριζόταν σε μια προσπάθεια ελέγχου της Κύπρου και πραξικοπηματικής ανατροπής του καθεστώτος. O ίδιος ζήτησε και πιθανόν έλαβε εγγυήσεις πως οι ΗΠΑ θα έμεναν αμέτοχες και θα κρατούσαν και την Τουρκία αμέτοχη. Δεν υπολόγισε, ότι οι ΗΠΑ θα έλεγαν ψέμματα.
Ο Μακάριος είχε γίνει στόχος της δικτατορικής κυβέρνησης των Αθηνών από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Δύο προσπάθειες δολοφονίας του (1970 και 1973) από την καθοδηγούμενη οργάνωση “Εθνικό Μέτωπο” είχαν αποτύχει και το πνεύμα καχυποψίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών αξιωματικών και αξιωματούχων είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή έχθρα. Σε σημείο που ο Μακάριος να οργανώσει σωματοφυλακή και να ιδρύσει μηχανισμούς που παρέπεμπαν σε παραστρατιωτική δύναμη, κατ’ αντιγραφή της Εθνικής Φρουράς, που στελεχωμένη από αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, θεωρείτο εν δυνάμει απειλή. Αυτό έκανε τον Μακάριο να παραμελεί τον εξοπλισμό της με νέα όπλα και να μειώνει την δύναμή της με κάθε ευκαιρία.
Το 1967 ο Γεώργιος Γρίβας “Διγενής” οργάνωσε την ΕΟΚΑ Β’, σκιά του παλιού εαυτού της οργάνωσης αντίστασης στους Βρετανούς, με σκοπό την προστασία και καταπολέμηση της δύναμης των Τουρκοκυπρίων. Που οργανωμένοι από την τουρκική ΤΜΤ, οπλίζονταν, δολοφονούσαν Έλληνες και είχαν δημιουργήσει μειονοτικούς θύλακες εκτός ελέγχου από την κυβέρνηση της Λευκωσίας. Ο πόλεμος ΕΟΚΑ Β΄και ΤΜΤ ήταν βρώμικος μπροστά στα διέξοδα του συντάγματος του 1960. Με τον θάνατο του Γρίβα, ο έλεγχος της ΕΟΚΑ Β’ πέρασε στην ελληνική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών που αμέσως στράφηκε κατά του Μακαρίου και έγινε κεντρικό όργανο των σχεδίων του Ιωαννίδη.
Στις 2 Ιουλίου 1974, μετά την ανακάλυψη εγγράφων που πιστοποιούσαν τις σχέσεις ΕΟΚΑ Β΄και κυβέρνησης των Αθηνών για ανατροπή του με τη συμμετοχή της Εθνικής Φρουράς, ο Μακάριος απαίτησε την άμεση ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στην κυπριακή Εθνική Φρουρά και νομοθέτησε την πρόωρη απόλυση των κλάσεων μειώνοντας τη δύναμή της κατά 60%. Η πράξη αυτή κινητοποίησε τις δυνάμεις του πραξικοπήματος. Στις 15 Ιουλίου, ώρα 08:15 το πρωί, μονάδες αρμάτων Τ-34 και τεθωρακισμένων Marmon Herrington με τη συμμετοχή καταδρομέων και πεζικού κινήθηκαν κατά του προεδρκού μεγάρου. Στόχος να καταβάλουν τη φρουρά και να συλλάβουν τον Μακάριο αλλά και να εξουδετερώσουν το Εφεδρικό Σώμα που είχε ιδρυθεί για να τον προστατέψει.
Οι πρώτες συγκρούσεις με το Εφεδρικό προειδοποίησαν τη φρουρά στο Προεδρικό Μέγαρο που φυγάδεψε τον Μακάριο, μέσω ενός μυστικού περάσματος σε ένα μοναστήρι του Τρόοδος. Τμήμα του Εφεδρικού έφτασε στο άδειο προεδρικό ξεκινώντας μια έντονη αλλά άνιση μάχη με τις μονάδες του πραξικοπήματος, που οδήγησε σε πολλές απώλειες και την καταστροφή του Μεγάρου. Με τη λήξη της υπήρχαν 91 νεκροί και 250 τραυματίες ενώ αγνοείτο η τύχη του Μακαρίου. Στις 15:00 με τον νόμιμο αντικαταστάτη του Γλαύκο Κληρίδη (πρόεδρο της Βουλής), να παραμένει κι αυτός άφαντος, οι πραξικοπηματίες ενημέρωσαν την Αθήνα και εξέλεξαν, μετά από αρκετές αρνήσεις υποψηφίων, τον βουλευτή Νίκο Σαμψών ως πρόεδρο της Δημοκρατίας κηρύσσοντας τον Μακάριο νεκρό.
Ο Μακάριος, στο μεταξύ, είχε φτάσει στην Πάφο από όπου έκανε ραδιοφωνικό διάγγελμα, αποκηρύσσοντας το πραξικόπημα και τον ρόλο των Αθηνών καλώντας σε αντίσταση. Το μήνυμά του θα αναμεταδοθεί σε παγκόσμιο επίπεδο από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ. Μία μέρα μετά, οι δυνάμεις του πραξικοπήματος είχαν κυκλώσει και την Πάφο αλλά ο Μακάριος είχε ήδη φύγει στο εξωτερικό, με τη συνδρομή των Βρετανών.
Ο απόηχος του πραξικοπήματος δεν είχε ακόμα καταλαγιάσει στην Κύπρο, που πολλές πολιτικές φατρίες θα διαγκωνιστούν, συχνά με τα όπλα, ξεκαθαρίζοντας παλιούς λογαριασμούς. Ο νέος πρόεδρος Σαμψών, παλιό μέλος της ΕΟΚΑ, ήταν πιο γνωστός ως αρχηγός παραστρατιωτικών ομάδων που έδρασαν σε συγκρούσεις κατά των ενόπλων Τουρκοκυπρίων συχνά ανταποδίδοντας την ίδια και χειρότερη αγριότητα, δεν ήταν όμως πρόσωπο κοινής αποδοχής και σίγουρα δεν ήταν έτοιμος για τις καταλυτικές αποφάσεις.
Στην Αθήνα επικρατούσε συγκρατημένη σύγχιση, αφού ο Ιωαννίδης που επίσημα δεν είχε πολιτικό αξίωμα, δεν είχε ενημερώσει ούτε τους αρχηγούς ενόπλων δυνάμεων ούτε τους ανώτατους άρχοντες (τον πρόεδρο της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και τον πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο) που ο ίδιος είχε ορίσει. Η Τουρκία, προφανώς πληροφορημένη, εξέφραζε δημόσια την ανησυχία της ενώ την επομένη (17 Ιουλίου) το σύνολο σχεδόν της τουρκικής κυβέρνησης θα συναντηθεί με τον Βρετανό πρωθυπουργό για την κατάσταση στην Κύπρο, λεπτά μόνο μετά τη συνάντηση του τελευταίου με τον Μακάριο.
Ο Μακάριος θα πετάξει για τη Νέα Υόρκη, όπου θα απευθύνει το γνωστό διάγγελμα στις 19 Ιουλίου αναφέροντας μεταξύ άλλων πως η ενέργεια ήταν αποκλειστική ευθύνη του καθεστώτος των Αθηνών, πως επρόκειτο για εισβολή και καλούσε τις εγγυήτριες δυνάμεις (Βρετανία και Τουρκία) να επέμβουν άμεσα για ένα θέμα που με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου αφορούσε και τους Τουρκοκυπρίους. Η φρασεολογία και η έμφαση σε αυτά τα τρία σημεία είχαν αναφερθεί ρητά (και “αθώα”) από τον Βρετανό πρωθυπουργό Χ. Γουίλσον στη συνάντησή τους δυο μέρες πριν. Λίγες ώρες μετά την ομιλία, στις 20:00 το βράδυ, ο τουρκικός στόλος αποπλέει από τη Μερσίνα με δύο πλήρεις Μεραρχίες Πεζικού ενώ άλλη δύναμη επιβιβάζεται σε αεροσκάφη και ελικόπτερα για να ενισχύσει τους τουρκοκυπριακούς θυλάκους.
Οι ΗΠΑ στο μεταξύ ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα προσπαθώντας να πείσουν την Αθήνα να μην αντιδράσει και πυροδοτήσει πόλεμο με την Τουρκία. Ο Ιωαννίδης θα διαπραγματευτεί, όπως πίστευε, από τη θέση του ισχυρού, αλλά η παγίδα την οποία άνοιξε και μέσα της παρέσυρε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, παραδόξως παραμένει αόρατη για τον ίδιο.
Σήμερα, τα πράγματα φαίνονται αρκετά καθαρά παρά το ότι οι πολιτικές παρωπίδες και τα μυστικά είναι πολλά. Αν έπρεπε να κατηγορήσουμε έναν για την τραγωδία της Κύπρου αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ιωαννίδης, που με την επίφαση της ικανότητάς του να ραδιουργεί στα ελληνικά πράγματα νόμιζε πως μπορούσε να κάνει το ίδιο και στα διεθνή. Η ευθύνη, όμως, βαρύνει κι άλλους που μέχρι και σήμερα δεν αντιλαμβάνονται ότι η περιοχή των γεωπολιτικών παιγνίων της Μεσογείου είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού για μεγάλους και ικανούς παίκτες και ότι οι κανόνες του πολιτικού κυνισμού δεν μπορούν να αγνοούνται χάρη των ευσεβών τους πόθων.