Tμήματα της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων αποβιβάζονται στο Λίβανο ως προπομπός της Πολυεθνικής Δύναμης υπό τις εντολές του ΟΗΕ, που θα περιφρουρούσε την αποχώρηση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Τις επόμενες μέρες θα αποβιβαστούν και τμήματα Αμερικανών πεζοναυτών και Ιταλών βερσαλιέρων.
Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου, ένα εξαιρετικά πολύπλοκο πεδίο αντιπαράθεσης και αντιπαλοτήτων με πολλές “μαύρες” σελίδες, μαινόταν από το 1975 και είχε διανύσει ήδη την δεύτερη φάση του, όταν επιθέσεις και επιχειρήσεις παλαιστινιακών οργανώσεων απείλησαν να εμπλέξουν στη σύγκρουση και το Iσραήλ. Το κύριο επεισόδιο ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Ισραηλινού πρέσβη στη Βρετανία από την οργάνωση Abu Nidal, που προκάλεσε απαντητική επιδρομή της ισραηλινής αεροπορίας και με τη σειρά της έδωσε πάτημα για νέες επιθέσεις με ρουκέτες κατά στόχων στο Ισραήλ.
Με τη Συρία να έχει ήδη επέμβει στη χώρα από το 1976, στέλνοντας στρατεύματα στο έδαφος του Λιβάνου, η ανάμειξη του Ισραηλινού στρατού θα πυροδοτούσε πολύ εύκολα έναν νέο αραβο-ισραηλινό πόλεμο.
Σε αυτό το επικίνδυνο πλαίσιο ο ΟΗΕ έβγαλε την απόφαση 508, εντέλλοντας την παύση κάθε πολεμικής πράξης εντός του Λιβάνου και εντεύθεν των Λιβανο-Ισραηλινών συνόρων, από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη όχι αργότερα από τις 06:00 το πρωί της Κυριακής, 6 Ιουνίου 1982. Η απόφαση έμοιαζε να φτάνει αργά, καθώς την ίδια μέρα ο ισραηλινός στρατός ξεκίνησε την επιχείρηση “Ειρήνη στη Γαλιλαία” χτυπώντας βάσεις της ΟΑΠ στον Νότιο Λίβανο. Με τις ισραηλινές μονάδες να εισβάλλουν και να φτάνουν στα προάστια της Βηρυτού στις 15 Ιουνίου, θέτοντας τη σε πολιορκία.
Η κατάσταση κινητοποίησε τη διεθνή κοινότητα που με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ στην πρωτοπορία, οργάνωσαν την Πολυεθνική Δύναμη Λιβάνου (MNF-L) που θα αποκαθιστούσε την ειρήνη και θα απέτρεπε την περαιτέρω κλιμάκωση. Στις 21 Αυγούστου οι πρώτες μονάδες του 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών των Ξένων (2e Régiment Étranger d’Infanterie) αποβιβάστηκε στη Βηρυτό οργανώνοντας την άφιξη των υπολοίπων δυνάμεων από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιταλία (επιχείρηση Épaulard I).
Η παρουσία της ειρηνευτικής δύναμης στο Λίβανο έγινε δεκτή από τους ισχυρότερους παίκτες της σύγκρουσης ως αποτροπή της κλιμάκωσης. Οι Ισραηλινοί επιθυμούσαν την αποδυνάμωση της ΟΑΠ και αποχώρησαν για να μην εμπλακούν σε μια επικίνδυνη σύγκρουση που μπορεί να κρατούσε και χρόνια. Διατήρησαν, ωστόσο, τον έλεγχο του Νοτίου Λιβάνου ως Ζώνη Ασφαλείας για 20 περίπου χρόνια.
Ο Αραφάτ επίσης δέχθηκε με ανακούφιση την άφιξη των ξένων. Η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τα χέρια του καθώς τα διάφορα παρακλάδια της οργάνωσης δεν έδειχναν πειθαρχία και η επίθεση του ισραηλινού στρατού τον έφερε στα όρια της εξόντωσης.
Οι ομάδες του Λιβάνου επίσης προτιμούσαν μια προσωρινή ξένη δύναμη αντί για μια μόνιμη διχοτόμηση της χώρας τους μεταξύ Ισραήλ και Συρίας. Η τελευταία θα διατηρήσει τις θέσεις της στη χώρα ως το 2005 χωρίς την έγκριση ούτε της κυβέρνησης του Λιβάνου ούτε του Αραβικού συνδέσμου και αποχώρησε μόνο μετά από τελεσίγραφο των ΗΠΑ.
Δεν σήμανε, όμως, η παρουσία των ξένων στρατιωτών το τέλος των συγκρούσεων αφού το μωσαϊκό των λιβανέζικων ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων ομάδων και οργανώσεων που υπάκουαν μόνο στους αρχηγούς τους, άργησε να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Οι μάχες και οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν στη χώρα ως το 1991 που θα διακηρυχθεί εθνική γενική αμνηστία και η διάλυση των επιμέρους οργανώσεων και πολιτοφυλακών.