Ξεκινά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 20ής Μαρτίου 2003 η εισβολή στο Ιράκ, γνωστός και ως Τρίτος Πόλεμος του Κόλπου. Στον Συνασπισμό κρατών εναντίον του Ιράκ συμμετέχουν εκτός από τις ΗΠΑ, δυνάμεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και την Πολωνία.
Με τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου να θεωρείται η σύγκρουση Ιράν-Ιράκ μεταξύ 1980-1988 και το Δεύτερο την επιχείρηση για την έξωση του Ιράκ από το Κουβέιτ από μια συμμαχία Δυτικών και Αραβικών κρατών (1990-1991), ο Τρίτος ήταν απλά η συνέχεια μιας αναμέτρησης της Δύσης με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, του Μπααθιστή δικτάτορα του Ιράκ. Αρχικά σύμμαχος των ΗΠΑ και της Δύσης και σημαντικός εισαγωγέας όπλων και τεχνολογίας, ο Χουσεΐν ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος εγγυητής των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, ειδικά έναντι του Ιράν, που από προμαχώνας των δυτικών αξιών και συμφερόντων είχε περάσει στο αντίθετο άκρο, με την Ισλαμική Επανάσταση.
Ωστόσο, η άμβλυνση των αντιπαλοτήτων με το Ιράν μείωσε τη σημασία του Ιράκ, που θέλοντας να επανέλθει ως περιφερειακή δύναμη εισέβαλε στο γειτονικό Κουβέιτ το 1990 και διεκδίκησε τον έλεγχο της τιμής του πετρελαίου. Με τη διάλυση του Ιρακινού Στρατού και την απελευθέρωση του Κουβέιτ, η επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου” έληξε, ως προς τους στρατιωτικούς της σκοπούς και το Ιράκ αφέθηκε να αναλωθεί σε μια εσωτερική σύγκρουση, με τις ένοπλες δυνάμεις του να μην επιτρέπεται να πλησιάσουν στα Βόρεια ή Νότια σύνορα της χώρας.
Σημαντικά κέντρα ισχύος, όμως, εντός των ΗΠΑ δεν δέχτηκαν ποτέ αυτόν τον διακανονισμό. Με το βλέμμα στον έλεγχο των πετρελαίων της περιοχής, εντός και εκτός Ιράκ, επιθυμούσαν μια επιθετική επιστροφή και προωθούσαν μια πολεμική ρητορική καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Οι δυνάμεις αυτές, “γεράκια” υπέρ του πολέμου, ενεργές στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, κατηγορούσαν στην ουσία την αμερικανική ηγεσία του 1990 για “ημιτελές έργο” και αποτυχία στην επιδίωξη των στόχων των αμερικανικών σμυφερόντων.
Ο τότε πρόεδρος Μπους (πατήρ), όμως, και οι στρατιωτικοί ηγέτες είχαν δίκιο. Η επιδίωξη μεγαλεπήβολων στόχων σε μια περιοχή που τα αμερικανικά συμφέροντα και δυνάμεις δεν ήταν καλά ριζωμένα, θα οδηγούσε τις ΗΠΑ σε ένα ατέρμονο κύκλο βίας, σπατάλης πόρων και προσωπικού και θα εξέθετε τη χώρα σε τεράστιες θυσίες αποδυναμώνοντάς τους. Η απόφαση ήταν σωστή καθώς τα φαντάσματα του Βιετνάμ -μιας άλλης διεθνούς περιπέτειας που δεν έληξε καλά για τις ΗΠΑ- ήταν ακόμα νωπά στους πρωταγωνιστές της. Στο Βιετνάμ, η αμερικανική ηγεσία φάνηκε εξίσου μαξιμαλιστική στο σχεδιασμό της και ασαφής ως προς τους στόχους της, παρασυρόμενη σε μια μακρόχρονη και εξαιρετικά κοστοβόρα πολεμική περιπέτεια. Πρωταγωνιστές του 1990, όπως ο Στρατηγός Πάουελ και ο ίδιος ο πρόεδρος Τζώρτζ Μπους δεν ήταν διατεθειμένοι να επαναλάβουν το ίδιο λάθος.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, ένα συγκλονιστικό χτύπημα της τρομοκρατικής οργάνωσης Al Qaeda στην καρδιά των ΗΠΑ με τη χρήση εμπορικών αεροσκαφών δημιούργησε ένα πολεμικό κλίμα στις ΗΠΑ και έκανε τις φωνές που ζητούσαν επιστροφή και “ολοκλήρωση της δουλειάς” στη Μέση Ανατολή να ακουστούν δυνατότερα και καθαρότερα. Όμως, εν πρώτοις, η Al Qaeda δεν είχε σχέση τόσο σχέση με τη Μέση Ανατολή όσο με το Αφγανιστάν. Ο επικεφαλής της και φερόμενος τότε οργανωτής και χρηματοδότης των επιθέσεων, Οσάμα Μπιν Λάντεν, ήταν γόνος πλούσιας σαουδαραβικής οικογένειας που είχε πολεμήσει τους Σοβιετικούς στο Αφγανιστάν ως αντάρτης και πλέον διοργάνωνε μια διεθνή εκστρατεία κατά των ΗΠΑ, βοηθώντας όποιον επιθυμούσε να καταφέρει χτυπήματα εναντίον της.
Ο Μπιν Λάντεν είχε βρει καταφύγιο μεταξύ των Ταλιμπάν στο ορεινό Αφγανιστάν. Οι τελευταίοι ήταν η επίγονος κατάσταση που δημιουργήθηκε στο Αφγανιστάν μετά από 10 χρόνια πολέμου και σοβιετικής κατοχής και επιπλέον 10 χρόνια εμφυλίου πολέμου μεταξύ φατριών και ομάδων ανταρτών. Διακατέχονταν από ιερή ισλαμική πίστη αλλά τα κίνητρά τους ήταν πολιτικά και τοπικιστικά. Ο Μπιν Λάντεν πλήρωσε πλουσιοπάροχα τους Ταλιμπάν, που με τη σειρά τους ήταν οι μόνοι που του προσέφεραν διαμονή και σχετική ασφάλεια στο αχαρτογράφητο κενό που αποτελούσε το Αφγανιστάν.
Ενώ, όμως, όλοι περίμεναν πως ο νέος Πρόεδρος, Μπους ο νεώτερος (γιός του προηγουμένου, του 2ου Πολέμου του Κόλπου), θα κατευθυνόταν κατά του Αφγανιστάν και του δικτύου του Μπιν Λάντεν, αυτός ξεκίνησε και εκστρατεία κατά του Ιράκ. Πλαισιωμένος από ένα επιτελείο που παρέμενε σχεδόν απαράλλαχτο από εκείνο του πατέρα του, ο Μπους και οι συνεργάτες του διακήρυσσαν πως ο δρόμος για την εξάρθωση της διεθνούς τρομοκρατίας περνούσε όχι μόνο από το Αφγανιστάν αλλά και το Ιράκ.
Έτσι, μετά από ένα σχεδόν έτος επιτυχημένου πολέμου στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ κατευθύνθηκαν πλέον προς το Ιράκ, όχι ιδεαλιστικά, όχι για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει ο Χουσεΐν κατά του λαού του, αλλά για την υποτιθέμενη κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής.
Τα τελευταία ήταν κάποτε υπαρκτά (χημικά), αφού τόσο το Ιράκ όσο και το Ιράν τα είχαν χρησιμοποιήσει το ένα κατά του άλλου στον πόλεμο του 1980, αλλά και οι δύο κατά των Κούρδων αμάχων, που ζούσαν στα βόρεια των συνόρων τους. Αλλά μετά από τόσα χρόνια, ο αριθμός τους είχε μειωθεί σημαντικά, έως και εξαφανιστεί καθώς καταστράφηκαν υπό τη διεθνή επίβλεψη, ενώ τα μέσα παράδοσής τους (αεροσκάφη, πυροβολικό, πύραυλοι) είχαν απομειωθεί καθιστώντας τα μη χρησιμοποιήσιμα ή έστω πολύ λιγότερο επικίνδυνα από ότι 10-20 χρόνια πριν. Οι ΗΠΑ εκτέθηκαν ιδιαίτερα για την εμμονή τους σε μια ιδεαλιστική σταυροφορία, όταν όλοι σε διεθνές επίπεδο έβλεπαν τον μακιαβελικό σκοπό της. Όμως, το Μάρτιο του 2003, η επιχείρηση για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν και του Μπααθικού καθεστώτος άρχισε με τη συγκέντρωση μιας εντυπωσιακής και πάλι δύναμης.
Έτσι, η επιχείρηση “Enduring Freedom” καλύφθηκε πίσω από το πέπλο του αγώνα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, ενός ακαθόριστου σε μεγάλο βαθμό και παγκόσμιου εχθρού. Ο εχθρός δεν είχε χώρα, δεν είχε εγκαταστάσεις, δεν είχε ένα σύγχρονο δίκτυο ανεφοδιασμού, δεν είχε τίποτα σταθερό, ώστε η στέρησή του να τον αποδυναμώσει και να τον καταβάλλει. Οι επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν είχαν αποδείξει ακριβώς αυτό. Το Ιράκ, από την άλλη, σημαντικά αποδυναμωμένο από το 1991, εμφάνιζε όλα τα στοιχεία ενός απτού αντιπάλου, κάτι που η πιο σύγχρονη και έμπειρη πολεμική μηχανή του πλανήτη μπορούσε να εντοπίσει και να χτυπήσει.
Αυτός ήταν ο 3ος πόλεμος του Ιράκ, η μεγαλύτερη σύγχρονη πολεμική περιπέτεια των ΗΠΑ και λόγος πλέον της οικονομικής, πολιτικής και ηθικής της αποδυνάμωσης. Οι ΗΠΑ έθεσαν πόδα στο Ιράκ -στην “ευρύτερη Μέση Ανατολή”, όπως την ονόμαζαν, περιλαμβάνοντας σε αυτή μεγάλο μέρος της Αφρικής και της δυτικής και κεντρικής Ασίας- και ενδυνάμωσαν τον έλεγχό τους στα στρατηγικά αποθέματα της περιοχής αλλά έπαψαν να είναι “το περιστέρι της ειρήνης”, όπως διατείνονταν σε κάθε πολεμική σύγκρουση που αναλάμβαναν τα τελευταία 100 χρόνια. Ο πόλεμος του Ιράκ ήταν το τέλος της αθωότητας ακόμα και για τους πιο ρομαντικούς.