Στις 26 Μαρτίου 2010, η νοτιοκορεατική κορβέτα ROKS Cheonan (PCC-772), κλάσης Pohang, βυθίζεται κατά τη διάρκεια περιπολίας της κοντά στο νησί Baengnyeong κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα, αλλά σαφώς εντός των χωρικών υδάτων της Νότιας. Μια έκρηξη συγκλόνισε το σκάφος, που κόπηκε στα δύο. Από το πλήρωμα των 104 επιβαινόντων, οι 58 διασώθηκαν από πολεμικά πλοία και σκάφη της ακτοφυλακής ενώ 46 παραμένουν αγνοούμενοι.
Η έκρηξη έλαβε χώρα αργά το απόγευμα της 26ης Μαρτίου 2010, στα ύφαλα του πλοίου σε απόσταση ενός σχεδόν ναυτικού μιλίου νοτιοδυτικά της νήσου Baengnyeong στην Κίτρινη Θάλασσα. Η απότομη ανύψωση του κύτους προκάλεσε τη θραύση του, οπότε λίγο μετά τις 21:20 άρχισε να βυθίζεται. Σύμφωνα με τον κυβερνήτη του “Cheonan”, το οπίσθιο τμήμα βυθίστηκε μέσα σε πέντε λεπτά από την στιγμή της έκρηξης.
Με τους λόγους της έκρηξης ακόμα ασαφείς (από πρόσκρουση σε νάρκη μέχρι ατύχημα μηχανοστασίου), οι νοτιοκορεατικές αρχές κινητοποίησαν κάθε διαθέσιμο μέσο συγκεντρώνοντας έξι πολεμικά και δύο της ακτοφυλακής ενώ εμπορικά πλοία, αλιευτικά και σκάφη του Ιαπωνικού και Αμερικανικού ναυτικού συμμετείχαν στις έρευνες μαζί με αεροσκάφη της νοτιοκορεατικής αεροπορίας. Ωστόσο, 24 ώρες μετά, με τη θερμοκρασία της θάλασσας να δίνει μόλις δύο ώρες προσδόκιμο επιβίωσης και τον υψηλό κυματισμό να επιδεινώνεται προκαλώντας και ατυχήματα με νεκρούς μεταξύ των συνεργείων διάσωσης, η επιχείρηση αποφασίστηκε να τερματιστεί.
Μετά από έρευνες του νοτιοκορεατικού ναυτικού αλλά και ανεξάρτητης διεθνούς επιτροπής Αμερικανών, Καναδών, Βρετανών και Σουηδών εμπειρογνωμόνων, το συμπέρασμα είναι πως η έκρηξη οφειλόταν σε τορπίλη βορειοκορεατικού υποβρυχίου-νάνου τύπου ‘Yeono’. Η Βόρεια Κορέα δεν το παραδέχτηκε αρχικά αλλά μετά δήλωσε ότι το πλοίο είχε παραβιάσει τα χωρικά της ύδατα και βυθίστηκε από δολιοφθορά βατραχανθρώπων της που κολύμπησαν μέχρι το σημείο.
Η περιοχή του συμβάντος αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ της Σεούλ και της Πιονγιάνγκ. Η Νότια Κορέα αναγνωρίζει ακόμα τα θαλάσσια σύνορα που καθορίστηκαν από την πράξη του ΟΗΕ το 1953, σύμφωνα με την οποία το νησάκι του Baengnyeong είναι σαφώς εντός των χωρικών υδάτων της αλλά το 1999, η Βόρεια Κορέα διακήρυξε μονομερώς μια νέα γραμμή οριοθέτησης νοτιότερα, την οποία ονόμασε Διακορεατική Στρατιωτική Διαχωριστική Γραμμή. Η γραμμή δεν αμφισβήτησε την κυριότητα των νησιών αλλά έσπρωξε το σύνορο σημαντικά προς το νότο ενώ αρνήθηκε πως οι μικρές νησίδες Yeonpyeong, Baengnyeong και Daecheong, έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Έκτοτε τα συνοριακά επεισόδια μεταξύ των πλοίων των δύο χωρών είναι συνεχή.
Οι νοτιοκορεατικές κορβέτες κλάσης ‘Pohang’, όπως ήταν η “Cheonan” είναι σκάφη εκτοπίσματος 1.200 τόνων, έχουν βαρύ οπλισμό πυραύλων Harpoon, δύο πυροβόλων Oto-Melara των 3 ιντσών (76 mm), δύο Oto-Brenda των 40 mm, τορπίλες και βόμβες βυθού.
Λεπτομερής έρευνα του βυθού αποκάλυψε θραύσματα και πτερύγια τορπίλης βάρους 1,7 τόνων και εκρηκτικής κεφαλής 250 κιλών, όμοιας με αυτής που χρησιμοποιούν τα υποβρύχια-νάνοι της Πιονγιάνγκ ενώ πληροφορίες αποκάλυψαν ότι στολίσκος τέτοιων μικρών υποβρυχίων με τη συνοδεία πλοίου υποστήριξης, απέπλευσε λίγες μέρες πριν το περιστατικό και επέστρεψε στο λιμάνι του λίγο μετά.
Όσο για τους λόγους της εσκεμμένης αυτής πράξης βίας, με κίνδυνο να προκαλέσει πολεμικό επεισόδιο, μόνο υποθέσεις μπορούν ακόμα να γίνουν. Μια από αυτές αναφέρει ως αιτία την εκδίκηση, αφού στα ίδια νερά -που η Πιονγιάνγκ θεωρεί δικά της- είχαν προηγηθεί πολλά επεισόδια με το τελευταίο, τον Νοέμβριο πριν το περιστατικό, να αφήνει ένα βορειοκορεατικό περιπολικό πλοίο στις φλόγες.
Μια άλλη θεωρία, θέλει την Βόρεια Κορέα να παίρνει ένα υπολογισμένο ρίσκο μέσα στο πλαίσιο του 50ετούς ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών για να σπείρει τον τρόμο και την αμφιβολία δείχνοντας ποιός έχει το πάνω χέρι στα νερά αυτά.