Οι μωαμεθανοί άρχοντες του Χαλεπίου, της Δαμασκού και της Μοσούλης κερδίζουν μια μεγάλη κι ανέλπιστη νίκη έναντι του τριπλασίου σε μέγεθος χριστιανικού στρατού στο Χαρίμ (σημ. Χαρέμ, στη βορειδυτική Συρία).
Η μάχη εντοπίζεται μεταξύ Δεύτερης και Τρίτης Σταυροφορίας. Η νέα τουρανική δυναστεία των Τζενγκιζιδών στην περιοχή του Λεβάντε, ανέλαβε μια φιλόδοξη εκστρατεία όσο ο Χριστιανός βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, Αλμάριχος, εξεστράτευσε στην γειτονική Αίγυπτο αφήνοντας τις χριστιανικές επαρχίες απροστάτευτες. Ο ηγέτης της φυλής των Τζενγκίζ, Νουραντίν (Nur ad-Din Zangi) οδήγησε ένα ισχυρό στράτευμα κατά της Τρίπολης (στο Λίβανο) αλλά δέχτηκε ισχυρό πλήγμα από έναν συνδυασμένο στρατό Χριστιανών αρχόντων στη μάχη της Αλ Μπουκάγια.

Ο Νουραντίν υποχώρησε προς της Αντιόχεια επιδιώκοντας να συνενωθεί με τον αδερφό του κι άλλους βασάλους του (υποτακτικούς). Οι Φράγκοι άρχοντες τον καταδίωξαν. Διαβλέποντας μάλιστα την ευκαιρία ολικής διάλυσης του Σελτζουκικού στρατού με ευεργετικά αποτελέσματα για τα Σταυροφορικά κράτη και μεγάλη δόξα για τους ίδιους, αιτήθηκαν και έλαβαν τη βοήθεια του Βυζαντινού κυβερνήτη της Κιλικίας, Κωνσταντίνου Καλαμάνου και των αρχόντων της αρμενικής ορεινής Κιλικίας, Θόρος και Μελέχ καθώς κι άλλων Φράγκων ευγενών (Ούγος Λουζινιάν και Γοδεφρείδος Μαρτέλ), προελαύνοντας προς την Έδεσα που ήδη πολιορκείτο από τους Τζενγκιζίδες.
Οι αριθμοί ήταν υπερ των Χριστιανών, 30.000 έναντι 9.000 αλλά έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, επέλασαν ασυντόνιστα και ορμητικά χάνοντας κάθε συνοχή και έλεγχο. Οι δυνάμεις του Νουραντίν άντεξαν και αντεπιτέθηκαν στα νώτα τους, κλασσική τουρκική τακτική, παγιδεύοντάς τους σε ένα βάλτο όπου τα άλογα των ιποτών κόλλησαν στη λάσπη και κάθε ένοια συνοχής διαλύθηκε. Οι Σελτζούκοι τους χτύπησαν και οι Χριστιανοί διασκορπίστηκαν με αποτέλεσμα οι περισσότεροι άρχοντες, να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

Τουρκικές πηγές αναφέρουν πως η υποχώρηση του Νουραντίν από την πολιορκία της Χαρίμ τη στιγμή που ο στρατός των σταυροφόρων πλησίαζε, ήταν απλά ένα τέχνασμα για να τους παρασύρει σε έδαφος της επιλογής του και να τους επιτεθεί, μια στρατηγική των νομαδικών φυλών. Η υποχώρηση, ωστόσο, στρατού που πολιορκεί οχυρή τοποθεσία ενόψει προσέγγισης εχθρικού στρατού για να αποφύγει την κύκλωση και τον εγκλωβισμό είναι κοινή πρακτική ειδικά τη μεσαιωνική περίοδο. Είναι πιθανόν να ισχύουν και τα δύο: ο Νουραντίν υποχώρησε από την πολιορκία για να μην κυκλωθεί και ήλπιζε οι εχθροί του να τον καταδιώξουν μέχρι να αναστρέψει και να αντεπιτεθεί.
Μόνον ο ηγεμόνας της Αρμενίας, Θόρος, φαίνεται να προέβλεψε την τελευταία κίνηση σαν τέχνασμα του Νουραντίν και κράτησε πίσω τον στρατό του, διασώζοντας αρκετούς και αποφεύγοντας ο ίδιος την αιχμαλωσία. Οι Τούρκοι ιστορικοί αναφέρουν πως έως και 10.000 σταυροφόροι σκοτώθηκαν στη μάχη, αριθμός που ίσως είναι υπερβολικός αλλα ενδεικτικός του μεγέθους της καταστροφής. Ο Βυζαντινός κυβερνήτης Καλαμάνος, ο Ούγος Λουζινιάν, ο Ζοσλέν, κόμης της Έδεσσας, ο Βοημούνδος της Αντιοχείας και ο Γοδεφρείδος Μαρτέλ αιχμαλωτίστηκαν και φυλακίστηκαν στο Χαλέπι ενώ ο Νουραντίν με τις δυνάμεις του επέστρεψε και πολιόρκησε ξανά το Χαρίμ που έπεσε λίγο αργότερα.
Παρά τις προτροπές των μεθυσμένων από την εκπληκτική νίκη Τούρκων, ο Νουραντίν παρέμεινε στις επαρχίες που κατέκτησε και δεν πολιόρκησε την Αντιόχεια, κίνηση που θα ενέπλεκε άμεσα τον Βυζαντινό αυτοκράτορα εναντίον του. Αργότερα έλεγε χαρακτηριστικά πως “προτιμώ να έχω γείτονα τον Ραϋμούνδο παρά τον βασιλέα των Ελλήνων”. Ο Νουραντίν με αυτή τη νίκη είχε κυριαρχήσει -προσωρινά έστω- στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ο χριστιανός βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, Αλμάριχος, διέκοψε την εκστρατεία του στην Αίγυπτο και επέστρεψε στην περιοχή για να περιορίσει την δυναμική του Σελτζούκου ηγεμόνα και να εξασφαλίσει τα χριστιανικά κράτη.

