Ο θηβαϊκός στρατός νικά τη συμμαχία των Βοιωτικών πόλεων υπό τους Σπαρτιάτες, καταγράφοντας μια από τις μεγαλύτερες νίκες του και συγχρόνως μια από τις πιο οδυνηρές ήττες της Σπάρτης.
Η διαμάχη ξεκίνησε με την αναδιοργάνωση του θηβαϊκού στρατού από τους Πελοπίδα και Επαμεινώνδα: τμήμα του στρατού έγινε επαγγελματικό και οι άνδρες στελέχωσαν ένα ειδικό σώμα, τον Ιερό Λόχο. Σιδηρά πειθαρχία και σκληρή εκπαίδευση έδωσαν αυτοπεποίθηση αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό απέναντι στους Σπαρτιάτες, που μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη στον ελληνικό χώρο. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε όμως να την αμφισβητήσει.
Στο συνέδριο των πόλεων-κρατών ο Επαμεινώνδας ζήτησε να μιλήσει η Θήβα εξ ονόματος όλων των Βοιωτικών πόλεων αλλά οι Σπαρτιάτες του το αρνήθηκαν. Στην επιμονή του, η Θήβα απομονώθηκε και οι Βοιωτικές πόλεις κάλεσαν τη Σπάρτη να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον της. Ούτε η Αθήνα, σύμμαχος της Θήβας, δεν επενέβη υπέρ της καθώς η θηβαϊκή δύναμη είχε διαφανεί και πίεζε ακόμα και την πόλη των Πλαταιών, σύμμαχο της Αθήνας.

Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεόμβροτος ο Α΄ με 700 Σπαρτιάτες και 11.000 συμμάχους κινήθηκε προς τη Θήβα στρατοπεδεύοντας στα Λεύκτρα, στην κοιλάδα του Ελικώνα. Ο Επαμεινώνδας κατόρθωσε να συγκεντρώσει 7.500, ιππείς, οπλίτες και ψιλούς. Αντιμετωπίζοντας περισσότερα στρατεύματα, εφάρμοσε μια σειρά στρατηγήματα. Πρώτα ανέπτυξε τους ψιλούς μαχητές σε απόσταση από τη γραμμή του, σαν κάλυψη. Στη συνέχεια διέταξε την ασύμμετρη οργάνωση της διάταξης μάχης: αντί να κατανείμει τον αριθμό των οπλιτών ισόποσα σε όλο το εύρος της γραμμής, κατά τον παραδοσιακό τρόπο της φάλαγγας, περίμενε να δει σε ποιό σημείο του μετώπου θα αναπτύσσονταν οι Σπαρτιάτες, αφού εκεί θα γινόταν η αποφασιστική κρούση.
Βλέποντας τον Κλεόμβροτο να καταλαμβάνει το δεξιό της παράταξης του, έθεσε τον Πελοπίδα απέναντί του με τον Ιερό Λόχο και πίσω από αυτόν μια ισχυρότατη πτέρυγα οπλιτών με βάθος 50 άνδρες. Η υπόλοιπη παράταξη ήταν πιο ασθενής σε όλο το μήκος της γραμμής.

Το δεύτερο στρατήγημα που εφάρμοσε ο Επαμεινώνδας ήταν ότι στην προκαταρκτική φάση της μάχης διέταξε τα τμήματα του στρατού του να κινηθούν κλιμακωτά προς τον εχθρό, εκτείνοντας το μήκος της γραμμής, ισοφαρίζοντας το μήκος του αντιπάλου και πλησιάζοντας από τα δεξιά προς τα αριστερά μειώνοντας την απόσταση μεταξύ τους. Το τρίτο, ήταν η χρήση του ιππικού. Οι Θηβαίοι είχαν υπεροχή στο ιππικό 3:2 και το άνοιγμα της μάχης θα γινόταν από αυτούς.
Η μάχη ξεκίνησε με τον Κλεόμβροτο να στέλνει τους μισθοφόρους πελταστές του να καταδιώξουν τους Θηβαίους ψιλούς. Οι τελευταίοι διασκορπίστηκαν εύκολα και κατέφυγαν στη σιγουριά της παράταξής τους ενισχύοντας τη. Το θηβαϊκό ιππικό όρμησε αμέσως μετά εμπλεκόμενο με το βοιωτικό. Σύντομα, οι Βοιωτοί κατέρρευσαν και καταδιώχθηκαν από τους Θηβαίους μακρυά. Η καταδίωξη έλαβε χώρα μπροστά από τη σπαρτιατική παράταξη καθυστερώντας και ακυρώνοντας την προσπάθεια του Κλεόμβροτου να κινηθεί και να υπερκεράσει το θηβαϊκό άκρο.
Πλέον, η μάχη θα κρινόταν από τη μονομαχία των φαλαγγών. Με κεφαλή τον Ιερό Λόχο και την ισχυρή παράταξη που τους ακολουθούσε, το θηβαϊκό δεξιό επέπεσε βίαια πάνω στην σπαρτιατική γραμμή. Ακολούθησε ωθισμός, η συνδυασμένη πίεση των επαλλήλων σειρών των ασπιδοφόρων της μίας παράταξης πάνω στην άλλη, με την κάθε σειρά οπλιτών να ωθεί με τις ασπίδες της τις πλάτες των οπλιτών της μπροστινής σειράς. Η ταυτόχρονη ώθηση 50 σειρών Θηβαίων με 300 Ιερολοχίτες στην κεφαλή, διέσπασε τελικά την παράταξη των 12 σειρών Σπαρτιατών που διαλύθηκαν και καταδιώχθηκαν.

Στη συνέχεια εφαρμόστηκε μια ακόμη τακτική, η “λοξή φάλαγγα”. Αντί να καταδιώξουν το νικημένο σπαρτιατικό δεξιό, η θηβαϊκή παράταξη διατήρησε τη συνοχή της και έκανε στροφή 90ο δεξιά, θέτοντας το εχθρικό Βοιωτικό κέντρο στο σημείο σύγκλισης μιας ορθής γωνίας από δόρατα. Το εχθρικό κέντρο διασπάστηκε με τη σειρά του και όλη η παράταξη κατέρρευσε. Περίπου 1.000 άνδρες της κοινής Βοιωτικής-Σπαρτιατικής παράταξης σκοτώθηκαν, ένας τεράστιος αριθμός για τα ελληνικά δεδομένα. Από αυτούς, οι 400 ήταν Σπαρτιάτες, μεταξύ τους κι ο ίδιος ο βασιλιάς Κλεόμβροτος.
Η νίκη των Θηβαίων κατακρήμνισε το αήττητο των Σπαρτιατών και ανέδειξε την Θήβα στη νέα μεγάλη δύναμη του ελληνικού χώρου. Οι Επαμεινώνδας και Πελοπίδας αναδείχθηκαν οι αρχιτέκτονες της θηβαϊκής ηγεμονίας και θα εξαργυρώσουν τη νίκη τους οδηγώντας τον θηβαϊκό στρατό βαθιά στη Λακωνία, αναγκάζοντας τους εναπομείναντες του σπαρτιατικού στρατού να οχυρωθούν στις στέγες των σπιτιών τους, ενώ οι Θηβαίοι θα απελευθέρωναν την Μεσσηνία και θα την οχύρωναν υποδειγματικά ώστε να αποτελέσει και πάλι αντίρροπο στην Σπαρτιατική ισχύ. Οι τακτικές του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα, αν και δεν ήταν πρωτότυπες (η λοξή φάλαγγα πρωτοεφαρμόστηκε από τον στρατηγό Παγώνδα στη μάχη του Δηλίου εναντίον των Αθηναίων), τελειοποιήθηκαν και αποτέλεσαν πεδίο μελέτης και έμπνευσης από πολλούς, από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, τον Μεγάλο Αλέξανδρο εως τον Φρειδερίκο της Πρωσσίας.

