Λαμβάνοντας υπόψιν μια σειρά παραμέτρων με τα χαρακτηριστικά και την αποτελεσματικότητα των σοβιετικών ταχέων βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως, εξήχθη το συμπέρασμα πως το Arkhangelsky Ar-2 ήταν σχεδόν 5,5 φορές ανώτερο από το Yakovlev Υak-2 και 1,5 φορές από το Petlyakov Pe-2. Τα πράγματα, βέβαια, είναι αρκετά διαφορετικά για το Tupolev Tu-2, διότι το ξαφνικό, για τους Ρώσους, ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν επέτρεψε την έγκαιρη ετοιμασία του και μεταφορά του σε μάχιμες μονάδες. Ως εκ τούτου, τα τρία πρώτα ολοκληρωμένα αφίχθησαν στο μέτωπο μόλις το Σεπτέμβριο του 1942, ενώ η μαζική παραγωγή τους με κινητήρες M-82FN τροχοδρομήθηκε μόλις στα μέσα του 1944. Όχι μόνον αυτό, αλλά και οι δυνατότητες του για κάθετη εφόρμηση είχαν πλέον εξαλειφθεί με την αφαίρεση των φρένων, μετατρέποντάς το σε συμβατικό μεσαίο βομβαρδιστικό ημερησίων αποστολών.

Το ίδιο το Υak-2 ως ταχύ βομβαρδιστικό απεδείχθη ένα χονδροειδές λάθος της Επιτροπής Αμύνης, της Πολεμικής Αεροπορίας και της Επιτροπής Αεροπορικής Βιομηχανίας που το ενέκριναν, διότι δαπανήθηκαν κόπος, χρόνος και χρήματα για την εισαγωγή του σε μαζική παραγωγή, χωρίς ποτέ να αποδώσει τα αναμενόμενα.

Άλλο βαρύ λάθος υπήρξε και ο παραγκωνισμός της μαζικής παραγωγής του Ar-2 υπέρ της Pe-2. Το βασικότερο μειονέκτημα του Ar-2 ήταν η χαμηλότερη ταχύτητά του. Αυτή όμως θα μπορούσε να ισοσκελισθεί με τη βελτιστοποίηση των τακτικών χρήσεως των ταχέων βομβαρδιστικών, την καλύτερη οργάνωση και συνεργασία με μαχητικά συνοδείας, καθώς και την αναβάθμιση της εκπαιδεύσεως του ιπταμένου προσωπικού. Να προσθέσουμε επίσης πως το Ar-2 παρουσιαζόταν καλύτερο στην απογείωση και την προσγείωση. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να επιδείξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από το Pe-2 σε αποστολές μάχης, αναλαμβάνοντας καθήκοντα σε μονάδες πρώτης γραμμής.

Εν αντιθέσει με το γερμανικό Junkers Ju88A-4 το οποίο έπαιρνε στην καταπακτή του 28 βόμβες των 50 κιλών, τα σοβιετικά του ιδίου τύπου δέχονταν έξι έως δώδεκα βόμβες των 100 κιλών. Όμως με βάση τα χαρακτηριστικά τρωτότητας των τυπικών χερσαίων στόχων στις αρχές του πολέμου, ιδανικότερες θα ήταν βόμβες κατακερματισμού των 25 κιλών, βόμβες υψηλής εκρηκτικότητας των 50 κιλών, καθώς και θραυσματικές μικροτέρου διαμετρήματος. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ο Σμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας Zhigarev, στην αναφορά της 25ης Ιανουαρίου του 1942 σχετικά με τα αποτελέσματα της επιθεωρήσεως των επιχειρήσεων εναερίων μονάδων του Δυτικού και Νοτιοδυτικού Μετώπου, είχε παρατηρήσει πως οι τύπου FAB-100 που χρησιμοποιούνταν κατά κόρον δεν αντιστοιχούσαν στη φύση των στόχων. Γι’αυτό και πρότεινε ως καλύτερη τη χρήση θραυσματογόνων βομβών.

Η κατάσταση άλλαξε άρδην το 1944-45, όταν ο Κόκκινος Στρατός και η Πολεμική Αεροπορία αντιμετώπισαν μια ιδιαιτέρως ισχυρή αντίσταση από τη Βέρμαχτ. Οι γερμανικές αποθήκες ήταν προστατευμένες με ενισχυμένο σκυρόδεμα, γι’αυτό και αποτελούσαν αρκετά δύσκολο στόχο. Οι βόμβες τύπου FAB-250 δεν παρείχαν την απαιτούμενη δυνατότητα προσβολής τους, αλλά και το βομβαρδιστικό Tu-2 είχε απωλέσει τις ιδιότητες κάθετης εφόρμησης, όπως σημειώθηκε. Τότε θα ήταν η κατάλληλη περίοδος ευρείας χρήσεως του Arkhangelsky Ar-2, το οποίο μπορούσε να μεταφέρει είτε έξι βόμβες FAB-250 είτε τρεις των 500 κιλών. Μέχρι τότε, το συγκεκριμένο αεροσκάφος θα είχε βελτιώσει την πτητική και μαχητική του αξία με την ενίσχυση του οπλισμού του, τη βελτίωση της αεροδυναμικής του και την αύξηση της ισχύος των κινητήρων του. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει πλήρως το Tu-2, αλλά θα το συμπλήρωνε με άκρα επιτυχία.
Aπό την 1η Ιουνίου του 1941, οι μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας αριθμούσαν μονάχα 164 Ar-2 2M-105. Στα πλαίσια της στρατηγικής υποχωρήσεως του Κόκκινου Στρατού και της κακίστου οργανώσεως των επιχειρήσεων μάχης, τόσο από τις αεροπορικές όσο και τις χερσαίες δυνάμεις, τα Ar-2 δεν μπορούσαν να αναδείξουν όλες τους τις ικανότητες. Επιπλέον, λόγω ανεπαρκούς καλύψεώς τους από μαχητικά συνοδείας και επιδερμικής εκπαιδεύσεως των πληρωμάτων, τα περισσότερα εξ αυτών είχαν ήδη χαθεί από τους πρώτους μήνες του πολέμου (βάσει των στοιχείων της Διοικήσεως της Πολεμικής Αεροπορίας οι απώλειες των Ar-2 ανήλθαν το 1941 σε 95 αεροσκάφη). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στα πλάνα αναπτύξεως και εξοπλισμού της ΕΣΣΔ με σύγχρονα αεροσκάφη το 1941, διοικούντες και ειδικοί της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού είχαν κρίνει το Ar-2 ως τον κύριο βομβαρδιστικό καθέτου εφόρμησης, αλλά η γνώμη τους τελικώς δεν επικράτησε.
Δεδομένου του ότι το βομβαρδιστικό μικρού βεληνεκούς Sukhoy Su-2 κατέστη ανεπαρκές, ενώ και το Ilyushin Il-2 AM-38 δεν πληρούσε στο έπακρο τις σύγχρονες απαιτήσεις, εξάγεται το συμπέρασμα πως την παραμονή του πολέμου, η σύνθεση και ο εξοπλισμός της Σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας απεδείχθησαν ασυνεπείς με τη φύση και τις συνθήκες των εχθροπραξιών. Αυτά, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως των μελών των μονάδων και την άγνοια του Επιτελείου Διοικήσεως επί σημαντικών θεμάτων, επέφεραν τη μερική αποτελεσματικότητα της από αέρος καλύψεως των στρατευμάτων και τις μεγάλες απώλειες από τα εχθρικά πυρά.