Τρία πρωτότυπα κατασκευάστηκαν. Το XA-26 ήταν το πρώτο της σειράς και είχε πολλά κοινά στοιχεία με το A-26C. Έφερε ρύγχος από πλεξιγκλάς, καθώς και δύο πυργίσκους (στη ράχη και κάτω από την άτρακτο) που ενεργοποιούνταν με τηλεχειρισμό. Η παρθενική του πτήση έγινε την 10η Ιουλίου του 1942 και ήταν αυτό όπου χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από τα άλλα δύο στις γενικές δοκιμές. Μπορούσε να δεχθεί εσωτερικές και εξωτερικές βόμβες συνολικού βάρους 5.000 λιβρών. Ο οπλισμός του αποτελείτο από δύο εμπρόσθια πολυβόλα των 12,7 χλστ. (όπως και το A-26C), ενώ δύο ακόμη του ιδίου διαμετρήματος ήταν εγκατεστημένα σε κάθε πυργίσκο. Η μακέτα επιδείχτηκε στις αρχές του 1941, ενώ το συμβόλαιο υπεγράφη τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Στην αρχή γινόταν αναφορά για μόνο δύο πειραματικά, το XA-26 ελαφρύ βομβαρδιστικό και το XA-26A νυκτερινό μαχητικό.

Το δεύτερο πρωτότυπο ήταν το XA-26A και προοριζόταν για νυκτερινές αποστολές. Σχεδιάστηκε με πυργίσκο τεσσάρων πολυβόλων, αλλά τελικώς κατασκευάστηκε με τέσσερα πυροβόλα των 20 χλστ. σε γόνδολα κάτω από την άτρακτο. Διέθετε μακρύτερο ρύγχος για την προσθήκη του ραντάρ, πλήρωμα δύο μελών και κανέναν πυργίσκο, ενώ είχε και δυνατότητα μεταφοράς βομβών βάρους 2.000 λιβρών. Οι κινητήρες που επελέγησαν ήταν οι Pratt & Whitney R-2800-27, ισχύος 2.000 ίππων έκαστος. Το πρόγραμμα του XA-26A εγκαταλείφθηκε όταν απεδείχθη πως δεν υπερτερούσε του Northrop XP-61 «Black Widow» του οποίου οι πτητικές δοκιμές ήταν ήδη εν εξελίξει και η μαζική παραγωγή του είχε προαποφασισθεί. Ως αποτέλεσμα, ένα και μοναδικό αεροσκάφος βγήκε από το εργοστάσιο της Douglas.

Το τρίτο, το XA-26B, προσετέθη στο πρόγραμμα μετά τα δύο πρώτα. Τροφοδοτείτο με τους ιδίους τύπους κινητήρων της Pratt & Whitney και σχεδιάστηκε για προσβολή στόχων από χαμηλό υψόμετρο. Μετέφερε, εσωτερικώς και εξωτερικώς, βόμβες 6.000 λιβρών και φιλοξενούσε τριμελές πλήρωμα. Εμφανισιακώς έμοιαζε πολύ με το XA-26A. Η ουσιώδης διαφοράς τους ήταν το πυροβόλο των 75 χλστ. στο δεξιό τμήμα του ρύγχους το οποίο προστατευόταν με ανασυρόμενο κάλυμμα. Στη θεωρία έδειχνε ιδανικό όπλο και το XA-26B ήταν και το μόνο που δοκιμάστηκε με αυτό (το ίδιο πυροβόλο είχε τοποθετηθεί και στο B-25 Mitchell, αλλά απεδείχθη λανθασμένη επιλογή κυρίως λόγω του αργού ρυθμού πυρός του). Στην πράξη όμως παρουσίαζε εμπλοκές, αλλά και η συντήρησή του ήταν περίπλοκη. Τα εν λόγω προβλήματα ανάγκασαν την Douglas σε εναλλακτική λύση, με χρήση πυροβόλου των 37 χλστ. ή βαρέων πολυβόλων ή και των δύο επιλογών ταυτοχρόνως. Αρχικώς κατέληξε σε έξι ρυγχαία πολυβόλα των 12,7 χλστ., αλλά και αυτή η απόφαση αργότερα τροποποιήθηκε με την εγκατάσταση οκτώ πολυβόλων του ιδίου διαμετρήματος. H USAAF ενέκρινε τελικώς το συγκεκριμένο σχέδιο στις 30 Ιουνίου του 1943.

H ποικιλία παραλλαγών του Douglas A-26 «Invader»
Το A-26B σχεδιάστηκε για βομβαρδισμούς και επιθέσεις από χαμηλό ύψος, ένας συνδιασμός δράσεως που απεδείχθη λίαν αποτελεσματικός εναντίον των διάσπαρτων ιαπωνικών νησιωτικών βάσεων στον Ειρηνικό. Δοκιμάστηκε με πολυβόλα των 12,7 χλστ. και το πυροβόλο των 75 χλστ. Κάτω από τις πτέρυγες τοποθετήθηκαν, ανά δύο, σε γόνδολες και πολυβόλα των 12,7 χλστ., παρέχοντας ισχύ πυρός έως και δεκατεσσάρων όπλων. Για την άμυνά του διέθετε δύο τηλεκατευθυνόμενους πυργίσκους της General Electric, έναν ραχιαίο και έναν ακόμη στην κοιλιά της ατράκτου, ακριβώς πίσω από την καταπακτή βομβών. Και οι δύο πυργίσκοι ελέγχονταν από έναν πυροβολητή με τη χρήση περισκοπίου. Το πλήρωμα ήταν τριμελές: ο πυροβολητής, ο πιλότος/ασυρματιστής και ο πλοηγός. Μπορούσε να μεταφέρει βόμβες 4.000 λιβρών στην καταπακτή και άλλες των 2.000 λιβρών κάτω από τις πτέρυγες. Σε κατοπινά αεροσκάφη προσετέθησαν και πυλώνες εκτοξεύσεως ρουκετών HVAR των 5 ιντσών. Η χωρητικότητα καυσίμων ξεκίνησε από 6.100 λίτρα και έφτασε τα 7.200. Με την εξωτερική δεξαμενή ακριβώς πίσω από την καταπακτή βομβών, η συνολική χωρητικότητα ανέβηκε στα σχεδόν 7.700 λίτρα. Ήταν – έστω με μικρή διαφορά – η πιο διαδεδομένη έκδοση του αεροσκάφους, και κατασκευάστηκε σε 1.355 μονάδες (οι 1.150 στο εργοστάσιο της Douglas στο Long Beach της Καλιφόρνια και άλλες 205 στην Tulsa της Οκλαχόμα). Στην Ευρώπη, το A-26B χρησιμοποιείτο συχνά σε επιχειρήσεις είτε μαζί το B-26 «Marauder» ή με το A-26C που το οδηγούσε στο στόχο του.

Το A-26C διέφερε από το B στο διαφανές ρύγχος, όπου το μετέτρεπε σε ένα πιο συμβατικό μεσαίο βομβαρδιστικό με πλήρωμα τριών ανδρών. Παρήχθησαν συνολικά 1.086 μονάδες πριν κλείσει η παραγωγή την άνοιξη του 1945. Ήταν οπλισμένο με έξι πολυβόλα των 12,7 χλστ. στις πτέρυγες, δύο στο ρύγχος και από δύο σε κάθε πυργίσκο. Κάποια A-26C μετατράπηκαν σε νυχτερινά αναγνωριστικά, αρχικά ως FA-26C και μετά το 1947 ως RB-26C. Αυτή η έκδοση διέθετε ποικιλία διαφορετικών καμερών, ραντάρ και άλλων ηλεκτρικών συσκευών, παραμένοντας σε υπηρεσία έως τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ.

Το A-26D ήταν μια βελτιωμένη έκδοση του A-26B με το συμπαγές ρύγχος, αλλά τροφοδοτείτο με πιο ισχυρούς κινητήρες. Οι R-2800-83 της Chevrolet και ισχύος 2.100 ίππων αύξαναν την τελική του ταχύτητα κατά 80 μίλια/ώρα. Ένα μοναδικό πρωτότυπο κατασκευάστηκε πριν η εταιρεία λάβει παραγγελία για 750 αεροσκάφη, η οποία τελικώς ακυρώθηκε με το πέρας του πολέμου στον Ειρηνικό. Ως εκ τούτου, δεν ολοκληρώθηκε ούτε ένα από αυτά.

Το A-26E προορίζετο για επανέκδοση του A-26C με τους R-2800-83 κινητήρες της Chevrolet 2.100. Όπως και με το A-26D, η τελική ταχύτητα του αεροσκάφους υπολογίζετο πως θα ανερχόταν στα 400 μίλια/ώρα, αλλά ούτε αυτό κατασκευάστηκε ποτέ, αφού το πρόλαβε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το XA-26F τροφοδοτείτο με δύο αστεροειδείς R-2800-83 και έναν turbojet General Electric J31 όπου καταλάμβανε τον χώρο του πυροβολητού και των δύο πυργίσκων, ενώ οι δεξαμενές καυσίμων μεταφέρθηκαν στο οπίσθιο τμήμα της καταπακτής βομβών. Με τους τρεις κινητήρες, η τελική ταχύτητα αυξανόταν στα 435 μίλια/ώρα, μόλις δηλαδή 30 μίλια παραπάνω από αυτήν του A-26D. Η βελτίωση αυτή ασφαλώ και δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει σε μαζική παραγωγή. Έτσι το μοναδικό που κατασκευάστηκε, χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για δοκιμές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Το B-26K «Counter Invader» αποτέλεσε επανασχεδιασμό του αεροσκάφους για ανάληψη δράσεως στο Βιετνάμ. Η άτρακτος και η ουρά ανακατασκευάσθησαν και το πηδάλιο διεύθυνσης αντικαταστάθηκε με μεγαλύτερο. Οι πτέρυγες ενισχύθηκαν από τη βάση ως την άκρη τους με χαλύβδινους σωλήνες για την αύξηση της αντοχής τους στη μεταφορά εξωτερικού φορτίου. Το αεροσκάφος τροφοδοτείτο με τους Pratt & Whitney R-2800-103W των 2.500 ίππων έκαστος. Η χωρητικότητα των δεξαμενών καυσίμου αυξήθηκε με εγκατάσταση νέων στις άκρες των πτερύγων, ενώ τοποθετήθηκαν και σύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές. Στο B-26K προσετέθη η δυνατότητα τοποθετήσεως εκτοξευτών χειροβομβίδων XM75, ρουκετών LAU-3A, MA3, Aero 6A και LAU-10A, βομβών των 1.000 λιβρών και αποσπώμενων δεξαμενών των 870 λίτρων. Το πρωτότυπο πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 28 Ιανουαρίου του 1963. Μετά από μια σειρά δοκιμών, έγινε αποδεκτό από την Πολεμική Αεροπορία το Νοέμβριο του 1963 και τέθηκε σε υπηρεσία με την 609η Μοίρα Ειδικών Επιχειρήσεων που ήδρευε στην Ταϊλάνδη.

Η ονομασία Douglas JD δόθηκε σε 141 Douglas A-26 «Invaders» που χρησιμοποιήθηκαν από το Ναυτικό των ΗΠΑ. Το 1945, ένα A-26B μετατράπηκε σε XJD-1 και ακολούθησαν 140 βομβαρδιστικά A-26C τα οποία έλαβαν των κωδικό JD-1. Αυτά μεταφέρθηκαν στις βάσεις εκπαιδεύσεως του Πολεμικού Ναυτικού και συγκεκριμένως στις Μοίρες VU-3, 4, 7 και 10.