Η ίδια η συντήρηση των τάφρων ήταν επίπονη και συχνή. Απαιτούνταν επισκευές των σημείων που είχαν καταστραφεί από οβίδες πυροβολικού, αφαίρεση των λιμναζόντων υδάτων, δημιουργία νέων αποχωρητηρίων και μεταφορά προμηθειών. Εξαιρούνταν από αυτές οι τραυματιοφορείς, οι ελεύθεροι σκοπευτές και οι πολυβολητές. Κατά τη διάρκεια των συντόμων περιόδων αναπαύσεως, οι στρατιώτες είχαν το ελεύθερο να κοιμηθούν, να διαβάσουν ή να γράψουν γράμματα, προτού τους ανατεθεί κάποια νέα άλλη εργασία.

Οι φρικτές συνθήκες διαβιώσεως
Η ζωή στα χαρακώματα αποτελούσε έναν αληθινό εφιάλτη, πέραν της σκληρότητας της μάχης. Οι δυνάμεις της φύσεως δεν ήταν μικρότερη απειλή από τον αντίπαλο στρατό, καθώς οι έντονες βροχοπτώσεις έριχναν τα τοιχώματα και πλημμύριζαν το χώρο, κάνοντας τις τάφρους αδιάβατες. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου στρατιώτες παγιδεύονταν στην παχιά βαθιά λάσπη και ανίκανοι να απεγκλωβιστούν, πνίγονταν. Τα τουφέκια μπλόκαραν, ενώ οι ίδιοι οι άνδρες κινδύνευαν να γίνουν θύματα των «ποδιών της τάφρου». Αυτή η ασθένεια ήταν το αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να αφαιρέσουν τις βρεγμένες μπότες και κάλτσες, αν οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν, μένοντας έτσι μουλιασμένοι από μερικές ώρες ή ακόμη και ημέρες ολόκληρες (παρόμοιο πρόβλημα προκαλείτο και από τα κρυοπαγήματα). Σε ακραίες περιπτώσεις, θα εμφανιζόταν γάγγραινα και θα έπρεπε να ακρωτηριαστούν τα δάχτυλα ή ακόμα και ολόκληρο το πόδι.

Από την άλλη, οι ραγδαίες βροχοπτώσεις καθαυτές δεν ήταν αρκετές για να ξεπλύνουν την οσμή σάρκας σε αποσύνθεση, καθώς το χώμα που ήταν θαμμένοι νεκροί στρατιώτες υποχωρούσε. Τέτοιες ανθυγιεινές συνθήκες συνέβαλαν στην εξάπλωση σοβαροτάτων ασθενειών, ενώ προσήλκυσαν και αρουραίους που τρέφονταν από πτώματα και πολλαπλασιάζονταν ταχύτατα. Οι άνδρες υπέφεραν επίσης από τις ψείρες του κεφαλιού και του σώματος, τα ακάρεα, τη ψώρα, καθώς και τεράστια σμήνη μυγών.

Σε αυτά όλα ερχόταν να προστεθεί και ο διαπεραστικός ήχος δεκάδων ανά λεπτό οβίδων του εχθρικού πυροβολικού, οι οποίες μπορούσαν να καταλήξουν μέσα στις τάφρους σκορπίζοντας στον αέρα κομμάτια σαρκός συστρατιωτών. Απειροελάχιστοι μπορούσαν να παραμείνουν σχετικώς ήρεμοι κάτω από τέτοιες συνθήκες, γι’αυτό πάμπολλοι υπέφεραν από μετατραυματικό στρες.

Διεξαγωγή περιπολιών ή επιδρομών
Όπως προαναφέρθηκε, περιπολίες και επιδρομές λάμβαναν χώρα στο σκότος. Μικρές ομάδες ανέβαιναν επάνω από τις τάφρους και εισέρχονταν στη νεκρή ζώνη ερπόμενοι με αγκώνες και γόνατα προς τα εχθρικά χαρακώματα, ανάμεσα από πυκνά συρματοπλέγματα. Βασικός στόχος τους ήταν η συλλογή πληροφοριών ή η ανίχνευση δραστηριοτήτων πριν από κάποια επίθεση.
Οι ομάδες επιδρομών ήταν αριθμητικώς πολύ μεγαλύτερες από τις περιπολίες, περιλαμβάνοντας περί τους 30 στρατιώτες. Κι αυτοί ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή, αλλά με σκοπό τη σύγκρουση. Εξ ου και ήταν οπλισμένοι με τουφέκια, λόγχες και χειροβομβίδες. Χωρίζονταν σε υποομάδες, όπου κάποιες πετούσαν τις χειροβομβίδες και οι υπόλοιπες αναλάμβαναν να σκοτώσουν τους επιζώντες με τουφέκι ή ξιφολόγχη. Εξέτασαν επίσης τα πτώματα των νεκρών, αναζητώντας έγγραφα και στοιχεία για το όνομα και το βαθμό τους.

Οι ελεύθεροι σκοπευτές δεν πυροβολούσαν μόνο από τα χαρακώματα, αλλά και από τη νεκρή ζώνη. Έβγαιναν την αυγή καλά καμουφλαρισμένοι, ώστε να πάρουν θέση πριν το φως της ημέρας. Κρύβονταν μέσα σε δέντρα/παρατηρητήρια που κατασκευάζονταν από μηχανικούς του στρατού. Αυτά κάλυπταν τους ιδίους, επιτρέποντάς τους συνάμα να πυροβολούν εναντίον ανυποψίαστων στρατιωτών του εχθρού.

Παρά τα προαναφερθέντα τεχνάσματα και τις στρατηγικές, η φύση του πολέμου χαρακωμάτων καθιστούσε σχεδόν αδύνατο για έναν στρατό να υποτάξει τον άλλον. Το επιτιθέμενο πεζικό σκόνταφτε στα συρματοπλέγματα και το βομβαρδισμένο τοπίο της νεκρής ζώνης, καθιστώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού σχεδόν απίθανο. Αργότερα, προσπάθειες να φτάσουν στις εχθρικές γραμμές επιτελούνταν με τα νεοεφευρεθέντα τανκς.

Χημικά όπλα
Τον Απρίλιο του 1915, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν ένα ιδιαίτερα τρομακτικό νέο όπλο στο Υπρ του Βορειοδυτικού Βελγίου, που δεν ήταν άλλο από δηλητηριώδες αέριο. Εκατοντάδες Γάλλοι στρατιώτες έπεφταν στο έδαφος πνιγμένοι από το θανατηφόρο χλώριο, πεθαίνοντας με αργό και φρικτό θάνατο, καθώς οι πνεύμονές τους γέμιζαν με υγρό. Οι Σύμμαχοι άρχισαν να φτιάχνουν μάσκες αερίων, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησαν κι αυτοί να κάνουν χρήση του δηλητηριώδους αυτού αερίου. Αργότερα προσετέθη το ακόμη χειρότερο της μουστάρδας, το οποίο προκαλούσε έναν πολύ πιο παρατεταμένο θάνατο, παίρνοντας έως και πέντε εβδομάδες για να αφαιρέσει τη ζωή των θυμάτων.
Ωστόσο τέτοια όπλα, όσο καταστροφικά κι αν ήταν, δεν αποδείχθηκαν αποφασιστικοί παράγοντες στην έκβαση του πολέμου, λόγω της απρόβλεπτης φύσης τους (ο λόγος είναι πως η επιτυχία τους βασιζόταν στη φορά των ανέμων), αλλά και της αναπτύξεως αποτελεσματικότερων μασκών προστασίας.

Νευρικές διαταραχές
Εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και των δύο παρατάξεων υπήρξαν θύματα του σοκ που προκαλούσε ο συριστικός θόρυβος των οβίδων του πυροβολικού και η εκκωφαντική έκρηξή τους. Τα συμπτώματα περιελάμβαναν τικ και τρόμο, μειωμένη όραση και ακοή ή και παράλυση. Οι συναισθηματικές συνέπειες ήταν πανικός, άγχος, αϋπνία και σχεδόν κατατονική συμπεριφορά. Έως να διαπιστωθεί πλήρως η φύση του προβλήματος, τα θύματα κατηγορούνταν ως δειλοί. Το τραγικό είναι πως σοκαρισμένοι στρατιώτες που είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους, χαρακτηρίζονταν ακόμη και λιποτάκτες και πυροβολούνταν από εκτελεστικό απόσπασμα με συνοπτικές διαδικασίες.
Έως το πέρας του πολέμου, δεδομένου του ότι τα κρούσματα του σοκ από τις οβίδες αυξήθηκαν κατακόρυφα, πλήττοντας όχι μόνο στρατευμένους αλλά και αξιωματικούς, στη Βρετανία κτίσθηκαν πολλά στρατιωτικά νοσοκομεία για τη φροντίδα αυτών των θυμάτων.

Κατάληξη
Λόγω εν μέρει της χρήσεως των τανκς, κυρίως από τους Συμμάχους, κατά το τελευταίο έτος του πολέμου, το αδιέξοδο τελικώς παρήλθε. Μέχρι την υπογραφή της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου του 1918, υπολογίζεται πως 8,5 εκατομμύρια άνδρες σε όλα τα μέτωπα είχαν χάσει τη ζωή τους. Τραγική όμως ήταν η πραγματραγικότητα και για τους επιζήσαντες, καθότι πολλοί που επέστρεψαν στα σπίτια τους δεν θα ήταν ποτέ οι ίδιοι, είτε από σωματικά είτε από συναισθηματικά τραύματα.

Μέχρι την κατάπαυση των εχθροπραξιών, ο πόλεμος των χαρακωμάτων είχε γίνει το ίδιο το σύμβολο της ματαιότητας. Ως εκ τούτου, αποφεύχθηκε σκόπιμα από τους στρατιωτικούς επιτελείς των επομένων πολέμων, προτιμώντας τη κίνηση, και δίνοντας πρωτεύουσα σημασία στις αναγνωριστικές αποστολές και την αεροπορία.
