ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 16 Απριλίου 1457 π.Χ.: Μεγιδδώ, η “πρώτη μάχη” στην αρχαία Αίγυπτο

Ο Φαραώ Τουθμώσις ο ΙΙΙ οδηγεί τα στρατεύματά του σε νικηφόρα μάχη κοντά στην οχυρωμένη πόλη της Μεγιδδώ, ενάντια σε μια συμμαχία επαναστατημένων χαναανιτικών βασιλείων, που έχαιραν της υποστήριξης του βασιλέα του Καντές.

Πρόκειται για την πρώτη καταγεγραμμένη μάχη στην ιστορία της ανθρωπότητας καθώς είναι αποτυπωμένη στην τοιχοποιία του ναού του Άμμωνα Ρα στο Καρνάκ των Θηβών της Αιγύπτου. Εκεί αναφέρεται, επίσης για πρώτη φορά, η χρήση εξεζητημένης στρατιωτικής τεχνολογίας ως παράγοντας νίκης, συγκεκριμένα του σύνθετου τόξου από την πλευρά των Αιγυπτίων. Βάσει των αρχείων του Φαραώ η μάχη έλαβε χώρα την 21 ημέρα, του πρώτου μήνα, του 23ου έτους της βασιλείας του Τουθμώση, που υπολογίζεται στις 16 Απριλίου του 1457 π.Χ., αν και μερικοί ιστορικοί την υπολογίζουν νωρίτερα.

Τον 15ο αιώνα προ Χριστού, η Αίγυπτος ήταν η αδιαφιλονίκητη υπερδύναμη της Μεσογείου προβάλλοντας τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ της στην Μέση Ανατολή, στα παράλια της μεσογειακής λεκάνης και στην Αφρική. Οι βάσεις της δύναμής της είχαν τεθεί 100 περίπου χρόνια πριν από τον φαραώ Αμώσι τον 1ο και έκτοτε όλοι οι φαραώ που τον διαδέχθηκαν φρόντιζαν να επεκτείνουν τα σύνορα του βασιλείου. Κανείς, όμως, δεν ήταν τόσο επιτυχημένος όσο ο Τουθμώσης, που σε 20 χρόνια εξαπέλυσε 17 εκστρατείες κερδίζοντας σημαντικές μάχες. Η Μεγιδδώ ήταν ο μεγαλύτερος θρίαμβός του.

Με τον θάνατο της μητέρας του, Χατσεπσούτ, ο Τουθμώσης έγινε φαραώ της Αιγύπτου και αντιμετώπισε αμέσως την εξέγερση των Χαννανιτών της Μεγιδδώ και των Συρίων του Καντές αλλά και άλλων υποτελών του, που άδραξαν την ευκαιρία της αλλαγής εξουσίας και θέλησαν να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα του νέου μονάρχη. Νεαρός αλλά αποφασισμένος και με άρτια στρατιωτική εκπαίδευση, ο Τουθμώσης κινητοποίησε τον αιγυπτιακό στρατό και βάδισε κατά των εχθρών του καλύπτοντας 240 χλμ. σε δέκα μέρες.

Αφού στρατοπέδευσε στη Γάζα, κάλεσε στρατιωτικό συμβούλιο για να αξιολογήσει την κατάσταση. Αντίθετα με την άποψη των στρατηγών του, ο φαραώ ακολούθησε το στενότερο και πλέον δύσβατο δρομολόγιο από τα τρία που ήταν διαθέσιμα. Με τον τρόπο αυτό αιφνιδίασε τους αντιπάλους του και έφτασε στο πεδίο παρατάσσοντας τον στρατό του σε διάταξη ημισελήνου.

Οι δύο στρατοί ήταν σχεδόν ισοδύναμοι, με 10.000 πεζούς και 1.000 πολεμικά άρματα ο καθένας αλλά οι Αιγύπτιοι κατείχαν καλύτερες θέσεις, απειλούσαν με τα άκρα και τις δύο πτέρυγες των στασιαστών του Καντές και είχαν καλύτερη εκπαίδευση και οπλισμό. Ο ίδιος ο φαραώ οδηγούσε τον στρατό στο χρυσό του άρμα από το κέντρο της παράταξης. Αφού μετακίνησε τον στρατό του κοντά στον εχθρό στη διάρκεια της νύχτας, με το πρώτο φως τους επιτέθηκε.

Τειχικό ανάγλυφο που απεικονίζει τον φαραώ Τουθμώση τον ΙΙΙ να σφάζει Χανανίτες αιχμαλώτους μετά τη μάχη της Μεγιδώ. Βρίσκεται στο Καρνάκ, της Λουξόρ. 

Η ορμή των Αιγυπτίων σε συνδυασμό με τις τολμηρές διεισδύσεις σε διάφορα σημεία της παράταξης διέσπασε τις γραμμές των Χανναναίων και Σύρων που γρήγορα κατέρρευσαν αναζητώντας τη σωτηρία στα τείχη της Μεγιδδώ. Οι ιστορικές πηγές της εποχής συμφωνούν πως αν ο αιγυπτιακός στρατός καταδίωκε τους υποχωρούντες στασιαστές με μεγαλύτερο πείσμα, ο πόλεμος θα τελειώνε εκείνο το πρωί. Ωστόσο, οι Αιγύπτιοι στρατιώτες ασχολήθηκαν με τη λαφυραγώγηση του εχθρικού στρατοπέδου, αφήνοντας τους εχθρούς να διαφύγουν.

Μετά τη νίκη, ο Τουθμώσης έθεσε τη Μεγιδδώ σε πολιορκία και μετά από επτά μήνες την κατέλαβε. Στην τοιχογραφία του Καρνάκ που περιγράφει τη δόξα που κέρδισε από τη μάχη καταγράφονται τα λάφυρα: 340 αιχμάλωτων, 2.238 ιπποειδή, 924 άρματα, 200 πανοπλίες, 502 τόξα, 22.500 πρόβατα, 1.929 οικόσιτα ζώα και η οικοσκευή του βασιλιά του Καντές. Η νίκη επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Αιγύπτου στη Συρο-Παλαιστινιακή ακτή.

Most Popular